(5 Ιουνίου 2008)
Το φυσικό περιβάλλον δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο οίκος του Θεού μέσα στον οποίο τοποθέτησε τον άνθρωπο, για να ζήσει και να διαχειρίζεται τα υλικά αγαθά που του προσφέρει. Για να απολαμβάνει αυτά τα αγαθά, πρέπει να ζει μία πνευματική ζωή, που ορίζεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (Στ´ 53) : «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς». Το ακούμε στη Θεία Λειτουργία όπου ο Ιερέας καλεί τους πιστούς για να κοινωνήσουν «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης».
Τι σημαίνει για να κοινωνήσουν; Σημαίνει ότι μετανοούν για την αλλοίωση της θείας εικόνας την οποία φέρουν, και προσπαθούν να ζήσουν αυτήν την πνευματική ζωή. Άλλωστε η μετάνοια, η εξομολόγηση και η κοινωνία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η προσέγγιση στο Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, που μας δίνεται δια του Σταυρικού Του Θανάτου, ώστε να ζούμε αυτή την ζωή. Το παράδειγμα τούτο της ζωής του Θεανθρώπου πρέπει να ακολουθεί ο άνθρωπος για να μπορεί να απολαμβάνει τα υλικά αγαθά του φυσικού περιβάλλοντος. Αν ζει κατά σάρκα, κατά επιθυμία σαρκός, τότε δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να ρυπαίνει το περιβάλλον, που καταλήγει έτσι σε ένα αυτοκαταστρεφόμενο σύστημα και για τον ίδιο τον άνθρωπο και για το περιβάλλον.
Κατά τη σημερινή ημέρα, αλλά και κάθε ημέρα, πρέπει να σκεπτόμαστε πως οφείλουμε να συμπεριφερόμαστε έναντι του περιβάλλοντος ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί και υπεύθυνοι πολίτες. Συνήθως μιλώντας για το περιβάλλον εννοούμε τους συνανθρώπους μας, την οικογένεια, τους φίλους, την κοινωνία. Είναι κι αυτό ένα σύμπτωμα της εποχής μας, να αγνοούμε το φυσικό περιβάλλον, να υποτιμάμε και να περιφρονούμε την αξία του, να θεωρούμε, ότι είναι όχι φιλικό προς εμάς, αν και όχι εχθρικό, ότι έχει δημιουργηθεί μόνο για να εξυπηρετεί τη βούλησή μας. Ότι δηλαδή είναι αντικείμενο το οποίο μας επιτρέπεται να το αλλοιώνουμε προκειμένου να το προσαρμόζουμε στις δικές μας ανεξέλεγκτες και ατέρμονες ανάγκες και επιθυμίες.
Με επικρατούσα τη λογική αυτή είναι επόμενο σε όλα τα επίπεδα της ζωής στον Πλανήτη μας, σε μάκρο– και μικροκλίμακα, να υπάρχει ανησυχητική επιβάρυνση του περιβάλλοντος και να αυξάνεται η σκληρότητα και η βαρβαρότητα στη ζωή μας. Τα μεγάλα και τα μικρά δάση καίγονται, οι θάλασσες ρυπαίνονται, ο αέρας μολύνεται, η ξηρά αλλοιώνεται από τεράστια έργα που εξυπηρετούν την οικονομική ανάπτυξη, οι πόλεις τσιμεντοποιούνται, η ύπαιθρος ερημώνεται από ανθρώπους, αφού αυτοί προτιμούν τον αστικό τρόπο ζωής, το πόσιμο νερό με δυσκολία εξυπηρετεί τις ανάγκες του συσσωρευόμενου στις πόλεις πληθυσμού.
Τις τελευταίες δεκαετίες και στον ελλαδικό χώρο ξεκίνησε να αναπτύσσεται ένας ευρύτερος προβληματισμός σχετικά με όλες τις επιβλαβείς συνέπειες που προκαλούν οι τοξικές ουσίες στο φυσικό περιβάλλον και κυρίως στους φυσικούς πόρους ζωής, όπως είναι το έδαφος, το νερό, η ατμόσφαιρα, τα οποία πρωτογενώς παρέχουν ζωή στον άνθρωπο, αλλά και στους διαφόρους οργανισμούς που αναπτύσσονται μέσα σε αυτό.
Η αρχή την οποία πρέπει να εφαρμόσει ο άνθρωπος για να σεβασθεί το περιβάλλον, είναι η αρχή της αγάπης. Ο άνθρωπος σήμερα, που δε σέβεται αυτή την αρχή, ρυπαίνει το περιβάλλον. Ρυπαίνει το περιβάλον, διότι δεν σέβεται τον εαυτόν του, αλλά και τον συνάνθρωπό του.
Πού οδηγείται η κοινωνία σήμερα, αποτελεί το μεγάλο ερωτηματικό, το οποίο πρέπει να απαντηθεί από τον ίδιο τον άνθρωπο, γιατί η Εκκλησία διακηρύσσει «ζήσε την σωματική σου ζωή σύμφωνα με τους κανόνες και δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς»• μάλιστα δίνει και τα μέσα, όπως θα δούμε στην προς Ρωμαίους επιστολή (Στ´ 22) «Νυνί δε ελευθερωθέντες από της αμαρτίας, δουλωθέντες δε τω Θεώ, έχετε τον καρπόν υμών εις αγιασμόν, το δε τέλος ζωήν αιώνιον». Αυτό σημαίνει ότι, αν ζούμε σαν πνευματικοί άνθρωποι θα έχουμε τον καρπόν εκείνον, ο οποίος προέρχεται από τον αγιασμό που οδηγεί στην αιώνιο ζωή.