[Φωτογραφίζει και γράφει ο Γιώργος Καρρής, Εργαστηριακός Συνεργάτης του Τμήματος Οικολογίας & Περιβάλλοντος ΤΕΙ Ιονίων Νήσων (Παραρτήματος Ζακύνθου) - Μέλος της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρίας, τον οποίον ευχαριστούμε ξανά και ξανά για την κατά καιρούς ευπρόσωπη και πολύτιμη συνεργασία του με τους ιστοχώρους μας, αλλά και την όλη δημιουργική παρουσία του στο νησί μας.
π. Π.Κ.]
Στα "τηγάνια" των Αλυκών Κοινή Νανοσκαλίδρα - Calidris minuta
Σταχτιά Νανοσκαλίδρα - Calidris temminckii
Σταχοτσικνιάς - Ardea cinerea
Ποταμοσφυριχτής - Charadrius dubius
Λευκοτσικνιάς - Egretta garzetta
Σταυλοχελίδονο - Hirundo rustica
Κιτρινοσουσουράδα - Motacilla flava
Δεκαοχτούρα - Streptopelia decaocto
Λασπότριγγας - Tringa glareola
Οι δυτικές και βορειοανατολικές ακτές Ζακύνθου, ο κόλπος του Λαγανά από το Γέρακα έως και το Κερί μαζί με το Πελούζο και το Μαραθονήσι, καθώς επίσης και τα Στροφάδια αποτελούν κατά κύριο λόγο παράκτια οικοσυστήματα. Οι περιοχές αυτές λόγω των τύπων οικοτόπων που διαθέτουν αποτελούν τις ασφαλιστικές δικλίδες για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας σε όλο το Νομό και γι’ αυτό εντάσσονται στο ευρωπαϊκό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000[1]. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που ενώνει αυτές τις περιοχές του Νότιου Ιονίου είναι η σύνδεση τους μέσω μίας από τις κύριες μεταναστευτικές οδούς που ακολουθούν τα άγρια είδη ορνιθοπανίδας, πετώντας από την Αφρική στην Ελλάδα και αντίστροφα.
Μέχρι και πριν από κάποια χρόνια η διατήρηση της βιοποικιλότητας στην ευρύτερη περιοχή της Ζακύνθου, είχε κι έναν άλλο «σύμμαχο» εκτός από τις προαναφερθείσες περιοχές. Αυτός ήταν το υγροτοπικό σύμπλεγμα που συνέθεταν οι Αλυκές Κατασταρίου, η Λίμνη Κερίου και η Λίμνη Μακρή και το οποίο χαρακτηριζόταν από μία πολλαπλή αξία για τον άνθρωπο. Οι υγρότοποι εξ ορισμού (Συνθήκη Ramsar, 1971) είναι φυσικές ή τεχνητές περιοχές που αποτελούνται από έλη με ποώδη βλάστηση, από μη αποκλειστικώς ομβροδίαιτα έλη με τυρφώδες υπόστρωμα, από τυρφώδη εδάφη ή από νερό. Οι περιοχές αυτές μπορεί να είναι μόνιμα ή προσωρινά κατακλυζόμενες από νερό το οποίο είναι στάσιμο ή τρεχούμενο, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό και περιλαμβάνουν επίσης εκείνες που καλύπτονται από θαλασσινό νερό το βάθος του οποίου κατά την αμπώτιδα δεν ξεπερνά τα έξι μέτρα. Oι συνηθέστεροι τύποι υγροτόπων είναι: ποταμοί, ρυάκια, εκβολές και δέλτα ποταμών, λίμνες, λιμνοθάλασσες, έλη, πηγές, παρόχθιες περιοχές, αλυκές και τεχνητοί ταμιευτήρες νερού.
Στις μέρες μας η Λίμνη Μακρή δεν υφίσταται, μια και εκεί υπάρχει πια το αεροδρόμιο και μόνο κάποια εποχιακά τέλματα φανερώνουν τον προηγούμενο υγροτοπικό χαρακτήρα της περιοχής. Επίσης η Λίμνη Κερίου αν και εντός του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου, φαίνεται να υφίσταται μία συνεχόμενη συρρίκνωση και υποβάθμιση από ανθρωπογενείς δραστηριότητες με αποτέλεσμα οι υγροτοπικές αξίες της συνεχώς να φθείρουν.
Με όλα αυτά, οι Αλυκές Κατασταρίου αποτελούν ακόμα στις μέρες μας το μοναδικό πραγματικό υγρότοπο του Νομού, έναν υγρότοπο ο οποίος εκτός από τις βασικές υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει, όπως:
* την «επικάθηση» των γλυκών νερών πάνω στον θαλασσινό ορίζοντα και την αποτροπή της αλμύρινσης των γειτονικών γεωργικών εδαφών,
* τον εμπλουτισμό του υπόγειου υδροφορέα στον οποίο στηρίζεται όλο το νησί για πόσιμο και αρδευτικό νερό, αλλά και
* τη μέχρι και το 1987 αλοπηγία και παραγωγή αλατιού,
προσφέρει και κάτι άλλο πολύ σημαντικό και ανεκτίμητο.
Οι Αλυκές Κατασταρίου των περίπου 200-250 στρεμμάτων, εντοπίζονται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού και αποτελούν για τα μεταναστευτικά, τα αναπαραγόμενα και τα διαχειμάζοντα είδη πουλιών ένα ιδιαίτερα σημαντικό οικοσύστημα, ειδικότερα κατά τη διάρκεια της εαρινής και φθινοπωρινής μετανάστευσης. Ιδιαίτερα την Άνοιξη καταφθάνουν στην περιοχή μεγάλοι αριθμοί μεταναστευτικών πουλιών από την Αφρική τα οποία και «εισπράττουν» τον εν λόγω υγρότοπο ως ζωτικής σημασίας σταθμό ξεκούρασης, τροφοδοσίας και καταφυγίου μετά από ένα τόσο επίπονο και ενεργειακά δαπανηρό ταξίδι. Είδη όπως η Νανοσκαλίδρα, ο Λασπότριγγας, ο Λευκοτσικνιάς, ο Σταχτοτσικνιάς, ο Ποταμοσφυριχτής, η Χαλκόκοτα αλλά και πιο κοινά όπως το Σταβλοχελίδονο, η Κιτρινοσουσουράδα, οι διάφοροι Μυγοχάφτες και Φυλλοσκόποι μπορούν πολύ εύκολα να παρατηρηθούν κατά το «ανοιξιάτικο ανέβασμα».
Παράλληλα και κατά τη διάρκεια της δύσκολης περιόδου του χειμώνα, οι Αλυκές γίνονται πόλος έλξης για αρκετά είδη πουλιών που καταφθάνουν εκεί από τις βόρειες χώρες, μια και στον υγροτόπο διατηρείται έντονο το υδάτινο στοιχείο και οι καιρικές συνθήκες παραμένουν σχετικά ήπιες. Στις περιοχές αυτές κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας περιόδου, ο κάθε παρατηρητής-λάτρης της άγριας φύσης μπορεί να αποζημιωθεί από την συνάντηση του με πολλά είδη υδρόβιων, παρυδάτιων ακόμη και αρπακτικών πουλιών που γυρωπετούν. Μάλιστα η αξία αυτών του υγροτοπικού οικοσυστήματος για τα πουλιά, γίνεται ακόμα πιο φανερή όταν σε χρονιές με εκδήλωση έντονων φαινομένων κακοκαιρίας και παρατεταμένες χαμηλές θερμοκρασίες, εγκαταλείπονται οι υγρότοποι της ΒΑ Ελλάδας από τα διαχειμάζοντα είδη της χώρας μας, αναζητώντας καταφύγιο σε υγροτόπους με ηπιότερες καιρικές συνθήκες όπως αυτά της Δυτικής Ελλάδας και του Ιονίου.
Κατόπιν όλων αυτών των στοιχείων γίνεται αντιληπτό ότι οι Αλυκές Κατασταρίου αυξάνουν την ποικιλία, την ομορφιά και την ποικιλότητα των τοπίων της Ζακύνθου, ενώ παράλληλα μπορούν εν δυνάμει να αποτελέσουν μία ιδανική περιοχή για την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού όπως η ορνιθοπαρατήρηση (birdwathcing)και ο σχολικός τουρισμός στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Ίσως και ένα Μουσείο Αλυκών να μπορούσε να ενισχύσει την προσπάθεια για την ανάδειξη-ανάπτυξη της περιοχής με ένα τρόπο περισσότερο φιλοπεριβαλλοντικό και ταυτόχρονα πολιτισμικό και λαογραφικό από ότι συνήθως βιώνουμε.
[1] ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 19ης Ιουλίου 2006 σχετικά με την έγκριση, σύμφωνα με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, του καταλόγου των τόπων κοινοτικής σημασίας για τη μεσογειακή βιογεωγραφική περιοχή [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 3261] (2006/613/ΕΚ)