[Περιοδικό ΘΕΟΛΟΓΙΑ 81 (2010), τεύχος 2 (Ζητήματα Ποιμαντικής Θεολογίας), σσ. 197-207]
«Ο άνθρωπος δίχως τον κόσμο και ο κόσμος δίχως τον άνθρωπο
δεν έχουν λόγο υπάρξεως» [1]
Εισαγωγή
Όσοι με ειλικρινή πρόθεση εμβαθύνουν στα προβλήματα της καθημερινότητάς μας παραδέχονται πλέον ότι το οικολογικό δεν αποτελεί απλά και μόνον ένα πολύ μεγάλο σύγχρονο πρόβλημα, αλλά θα συνοδεύει τον πλανήτη μας και στο μέλλον, εάν και εφόσον θα υπάρξει το όποιο μέλλον… Κάποιοι άλλοι όμως, μάλλον εθελοτυφλούντες, θεωρούν το ζήτημα ως αμελητέα παρωνυχίδα κι εν πολλοίς υπερβολή των ποικίλων παραφυάδων οικολογούντων, οι οποίες αναφύονται ευκαίρως ακαίρως ανά τον κόσμο, οπότε επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους σε άλλες πτυχές της τρέχουσας καθημερινότητας, πασχίζοντας να επουλώσουν άλλου είδους αιμάσσοντα τραύματα, όπως -λόγου χάριν- εσχάτως η κρίση στην οικονομία. Όμως η κατεξοχήν πληγή είναι αυτή που απειλεί συνολικά τον πλανήτη και -ατυχώς- δεν θεραπεύεται με ημίμετρα ή τρόπους μαγικούς. Τα άλλα επιμέρους -όχι ευκαταφρόνητα- κοινωνικοπολιτικά προβλήματα θα βρουν δυνάμει τη λύση τους κάποια στιγμή μες από τις ανάλογες οδυνηρές, πλην αναγκαίες, ζυμώσεις ή ανατροπές, όμως ο κίνδυνος για την ίδια την ύπαρξη επάνω στον πλανήτη μας (την δική μας ύπαρξη δηλαδή), ως κορυφαίο κοινωνικοπολιτικό πρόβλημα, αποτελεί τον πλέον επίφοβο εχθρό μας. Κατά τον James Lovelock «είμαστε σαν το άμυαλο και επιπόλαιο παιδί μιας οικογένειας που καταστρέφει τα πάντα στο σπίτι και πιστεύει ότι αρκεί απλά να ζητήσει συγνώμη» [2].
Από πλευράς εκκλησιαστικής και δη ορθόδοξης, για λόγους που υπαγορεύονται από αυτή την ίδια τη φύση της Εκκλησίας ως θεοΐδρυτου οργανισμού με κεφαλή τον Ιησού Χριστό, ο Οποίος είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή» [3], δεν μπορούν και δεν δικαιούνται τα μέλη της να κωφεύουν ή να μεριμνούν περί πολλά άλλα, υπεκφεύγοντας τη σκληρότητα της πραγματικότητας. Αντίθετα, έχουν συνείδηση ότι πρέπει να υποδεικνύουν ως προς τα περιβαλλοντικά θέματα το πώς πρέπει να βηματίσει ο σύγχρονος άνθρωπος στην ασφαλή «οδό», πώς να κατορθώσει την διασώζουσα «αλήθεια» και πώς να διατηρήσει ακμαία την όντως «ζωή». Με άλλους λόγους, να υποδεικνύουν σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας τον δρόμο (συχνά μονόδρομο) της χριστιανικής εσχατολογίας, πολύ περισσότερο μάλιστα σε ζητήματα περιβαλλοντικά, τα οποία απαιτούν άμεση αντιμετώπιση και λύσεις καινοτόμες, δίχως στρουθοκαμηλισμούς.
Δεν παύει επ’ ουδενί ο εκκλησιαστικός άνθρωπος να διαβλέπει, πίσω από κάθε στοιχείο της φύσης που τον περιβάλλει, την ποιητική πνοή του Δημιουργού Θεού, αλλά συνάμα την προνοιακή του διάθεση επί των όλων πλασμάτων Του, νυχθημερόν και ακαταπαύστως. Αφορμώμενοι από αυτή την οντολογική πεποίθηση και θεμελιακή αφετηρία, εστιάζεται το ενδιαφέρον στην επιστροφή του ανθρώπου και των σύγχρονων κοινωνιών μας στο «αρχαίον κάλλον» και στο απωλεσμένο προπτωτικό πολίτευμά μας. Ο τόπος, όπου διαδραματίζονται οι φθορές του φυσικού περιβάλλοντος, είναι χώροι όπου υπεισήλθε, επωάσθηκε και προόδευσε το μικρόβιο του παρα-λόγου, ως έκπτωση του ανθρώπου και από τη λογική και από τη σχέση του με αυτόν τον ίδιο τον Λόγο του Θεού, ο Οποίος εν χρόνω ντύθηκε τη χοϊκότητα των πλασμάτων, ώστε να τα επαναφέρει στη φυσική τους κατάσταση, αμνηστεύοντας τη σαλότητα των αποστατημένων και αποκαθιστώντας την κοσμική τάξη στην προπτωτική της ισορροπία [4]. Που σημαίνει ότι ο χριστιανικός παράδεισος ουδεμία έχει σχέση με τον περιτρέχοντα κόσμο, όπως αυτός αμαυρώνεται και παραμορφώνεται, εξαιτίας των εξουθενωτικών επεμβάσεων του σύγχρονου ανθρώπου.
Οι ανωτέρω θέσεις συνεπάγονται ότι η Χριστιανική Κοσμολογία και Ανθρωπολογία δύναται και οφείλει (ή μάλλον είναι αναγκασμένη) να συνεργασθεί άριστα με τους Οικολόγους των διαφόρων θεωρήσεων και κοσμοθεωριών. Σε αυτή της τη συνάντηση χρειάζεται ασφαλώς να είναι ιδιαίτερα προσεκτική ως προς τον εκάστοτε συνομιλητή της, δεδομένου ότι υπό το αθώο ένδυμα του οικολογείν κυκλοφορούν παγκοσμίως αρκετές ιμπεριαλιστικές, λαϊκίστικες, υστερόβουλες και πάντως ιδιοτελείς κινήσεις ή οργανώσεις.
Συναγερμός ευαισθητοποίησης
Η Διοικούσα Ορθόδοξη Εκκλησία εργάζεται σε ικανοποιητικό βαθμό για μιαν ειλικρινή και ανυστερόβουλη συνάντηση των διαφόρων συνιστωσών του δημόσιου βίου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως Μητέρα και Προκαθημένη των Εκκλησιών, πρωτοπορεί και πρωτοστατεί κατά την τελευταία εικοσαετία, όπως έχει άλλωστε καθήκον [5]. Το ιερό Κέντρο της Ορθοδοξίας διαπιστώνει το παμμέγιστο πρόβλημα του πλανήτη, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου όσο δυναμικότερα μπορεί, συνεγείρει θεσμικούς παράγοντες των κρατών και άρχοντες του κόσμου, προτείνει λύσεις εφικτές, όχι ως λόγο μιας εφήμερης αυτοπροβολής στα φώτα της επικαιρότητας, αλλά θεμελιωμένον στον αγιογραφικό και αγιοπατερικό λόγο, τον οποίον ούτως ή άλλως (πρέπει να) εκφράζει. Τούτη η θεολογία είναι δομημένη ούτως ώστε, δίχως ν’ αποβαίνει σε κακώς εννοούμενη εκκοσμίκευση, να μπορεί να συναντηθεί φιλικά και αποτελεσματικά με τον λόγο όλων των άλλων έγκριτων ομολογιών, θρησκειών, πολιτικών τάσεων, φιλοσοφικών ρευμάτων και κάθε λογής καλοπροαίρετων δημοσιολόγων. Κάθε εχέφρων εκκλησιαστικός άνθρωπος ουδόλως λησμονεί σε κάθε του έκφανση, το παύλειο εκείνο: «τοις πάσι γέγονα τα πάντα ίνα πάντως τινάς σώσω» [6].
Παρά το ότι οι πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου αφορούν στην Οικουμένη, εννοείται ότι πρωτίστως απευθύνονται (με συμβουλευτικό ή προτρεπτικό τρόπο) στα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τα οποία πλειστάκις συλλαμβάνονται ν’ απέχουν πολύ από τη θεωρία στην πράξη. Είναι αδήριτη ανάγκη ο λόγος αυτός να υιοθετηθεί και, με όση θερμότητα απαιτείται, να διαδοθεί από τις τοπικές Συνόδους έως και τη μικρότερη Ενορία. Εάν πράγματι παραδεχόμαστε ότι η Ενορία αποτελεί το κύτταρο του εκκλησιαστικού Σώματος, τότε εκεί κατά βάσιν, στον πρωτογενή αυτόν τόπο, χρειάζεται να μεταστοιχειωθεί ο λόγος σε τρόπο διεξόδου από το θλιβερό αδιέξοδο του σύγχρονου περιβαλλοντικού λαβυρίνθου. Με την ευαισθητοποίηση αυτής της πρωτογενούς κοινωνικής συλλογικότητας μπορούμε να παρέμβουμε ουσιαστικά και να δράσουμε διασωστικά, στοχεύοντας -το κατά δύναμιν- στην παρεμπόδιση των οικολογικών εκτροπών.
Το οικολογικό πρόβλημα δεν στοιχειοθετείται μονάχα ως παράγωγο των εγκλημάτων, τα οποία προξενούν οι διάφοροι επώνυμοι και μεγαλοσχήμονες έμποροι των εθνών, αλλά γεννάται και ογκούται παράλληλα εξαιτίας των μικρών παρασπονδιών της καθημερινότητας [7]. Για παράδειγμα, η περιβαλλοντική αστοχία κυμαίνεται από το πεταμένο κουτί του αναψυκτικού στο διπλανό μας χαντάκι έως την άχρηστη παλιά μας τηλεόραση παραπέρα· από το πλαστικό ποτήρι που πετάξαμε απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου έως τα φυτοφάρμακα του γείτονα στη φυτική παραγωγή του· από το «αθώο» κάπνισμα, τους ρύπους των αναίτιων μετακινήσεων με το δεύτερο ή τρίτο αυτοκίνητό μας ή το «καθιερωμένο» κυνήγι πουλιών και ζώων έως τα κάθε λογής απόβλητα των βιομηχανιών. Αυτά και πλείστα άλλα -ων ουκ έστιν αριθμός- μικρά ή μεγαλύτερα οικολογικά ατοπήματα είναι εκείνα που συνθέτουν τραγικότροπα το ειδεχθές έγκλημα έναντι του πλανήτη και αυτής της ίδιας της ζωής επάνω σε αυτόν [8]. Στον ενδεχόμενο προβληματισμό ενός εκάστου, εάν την ίδια ευθύνη έχουν π.χ. από τη μια πλευρά ο φορτηγατζής, ο οποίος ευκαίρως ακαίρως ρυπαίνει τη λεωφόρο και από την άλλη η όποια επιχείρηση παραγωγής ενέργειας, η οποία δηλητηριάζει έως θανάτου την ατμόσφαιρα στην Πτολεμαΐδα ή τη Μεγαλόπολη, θ’ απαντήσουμε ότι έχουν πράγματι αναλογική την ευθύνη, επειδή ακριβώς το πρώτο και φαινομενικά ανεπαίσθητο και ανώδυνο οδηγεί (δεδομένων κάποιων ειδικών και συγκεκριμένων συνθηκών) στα δεύτερα, μεγάλα και φρικτά δεινά…
Οι τοπικές Εκκλησίες δια των Επισκόπων και των Πρεσβυτέρων τους έχουν πλέον αυτή την υποχρέωση: Της πληροφόρησης - διαπαιδαγώγησης του λαού (του οποίου φέρουν την ποιμαντική ευθύνη) ως προς τις βαθύτερες αιτίες των οικολογικών επιπτώσεων. Εάν όντως επιθυμούν να υπηρετούν θεοπρεπώς τον άνθρωπο, εκπροσωπώντας μάλιστα επί γης τον Χριστό ως «οδό» και «αλήθεια» και «ζωή», τότε θα υποδείξουν αφ’ ενός μεν τον πρωταίτιο του κακού, που δεν είναι άλλος από τον «παρά φύσιν» πολιτευόμενον άνθρωπο, όχι κάποιον μακρινό ή φευγάτο, αλλ’ αυτόν τον ίδιο με όνομα κι επώνυμο, αφ’ ετέρου δε, με τρόπο συμβουλευτικής πειθούς, θα καταδείξουν το αληθινό και συμφέρον φως στο τούνελ του Χαμού, θα διδάξουν πώς τα οικολογικά αποτυπώματά του χρειάζεται να γίνονται όλο και πιο ανεπαίσθητα ή και θα υψώσουν δημοσίως θεολογικό λόγο ως ακτιβιστική ενίοτε δράση (γιατί όχι;), όπου θα παρουσιασθεί χρεία.
Προβληματισμοί επί του πρακτέου και η μέχρι τώρα εμπειρία
Χαρακτηριστικά παραδείγματα επί των μέχρι τώρα προτεινομένων μπορούν ν’ αναφερθούν δύο μόνον: Αφ’ ενός μεν τα λεγόμενα «Αμφιλοχιακά», τα πεύκα δηλαδή εκείνα, που φυτεύτηκαν στη ιερά νήσο Πάτμο ως καρπός μετανοίας όσων εξομολογούντο στον Γέροντα Αμφιλόχιο Μακρή (1888-1970) [9] και κατά προτροπή του, αφ’ ετέρου δε την περίπτωση ενός σύγχρονου ακτιβιστή ιερέα από τα Οινόφυτα Βοιωτίας, του παπα Γιάννη Οικονομίδη [10], με πολύχρονη δημόσια δράση απέναντι στις βιομηχανίες και τα συμφέροντα, που ρυπαίνουν τον Ποταμό Ασωπό, βραβευμένον ήδη (τον Δεκέμβριο του 2009) από την Ακαδημία Αθηνών για τις επαινετές και όντως ορθόδοξες (ασυνήθεις για ιερέα, σύμφωνα με την κατεστημένη νοοτροπία πολλών συμπλεγματικών ή αγοραφοβικών εκκλησιαστικών παραγόντων) πρωτοβουλίες του [11].
Βεβαίως τα εν λόγω παραδείγματα υποκρύπτουν και κάμποσους καίριους και οδυνηρούς προβληματισμούς επί του πρακτέου, οι οποίοι θα μπορούσαν να κωδικοποιηθούν ως εξής:
* Κατά πόσον οι τοπικές Εκκλησίες είναι προετοιμασμένες σε επίπεδο κορυφής τους για δράσεις οικολογικής ευαισθητοποίησης ή προστασίας της καθημερινής ζωής μιας Ενορίας; Και όταν διατυπώνουμε λόγο περί Ενορίας στις ανατρεπτικές και πολυαπαιτητικές μέρες μας, συνιστά βεβαίως ένα μεγάλο άλλο πρόβλημα η μη συσπείρωση του λαού κάτω από την ποδηγεσία του ιερέα - πατέρα, ο οποίος συχνάκις δεν έχει το υπόβαθρο να είναι ούτε ιερέας μήτε πατέρας, εξαιτίας είτε της προσωπικής του πνευματικής καχεξίας, είτε της μη κατάρτισής του από τις ιερατικές – θεολογικές σχολές, όπου φοίτησε, για την αντιμετώπιση παρόμοιων κρίσεων.
* Κατά πόσον οι κύκλοι με φονταμενταλιστική διάθεση, οι οποίοι δρουν -ατυχώς- εντός ή στο περιθώριο των ζωντανών Ενοριών περιχαρακώνοντάς τις ανεπίτρεπτα, θα τους επιτρέψουν ν’ ανοιχθούν στις κατά τόπους κοινωνίες και όλες μαζί στον σύγχρονο κόσμο, για τέτοια «μοντέρνα» (τουτέστιν, για κάποιους, εξωβελιστέα) θέματα [12];
* Κατά πόσον ο επίσημος θεολογικός λόγος περί την Οικολογία διαχέεται στις μικρές ή απόμερες κοινωνίες, κυρίως στον ευαίσθητο χώρο της νεότητας (και όχι μόνον μες από τις λιγοστές οικολογικές νύξεις του μαθήματος των Θρησκευτικών στα σχολεία [13]) δια ποίων ειδικά πεπαιδευμένων ιερέων ή συνεργατών τους;
* Άραγε, οι από άμβωνος ομιλίες των λαλίστατων κατά τα άλλα ιεροκηρύκων μας (κληρικών και λαϊκών) μπορούν να υπερασπισθούν πειστικά και αποφασιστικά το πάσχον (ή και θνήσκον) Περιβάλλον, με σοβαρότητα και παρρησία, δίχως να εκπίπτουν σε θρησκευτικά παραληρήματα, τα οποία ούτως ή άλλως εξοργίζουν ή τουλάχιστον αφήνουν παγερά αδιάφορα τους όσους ακόμη εκκλησιαζόμενους [14];
* Κατά πόσον θα μπορέσει η Ενορία, με τον προεστό της ιερέα και τα όσα δραστήρια μέλη την απαρτίζουν, ν’ αντιμετωπίσουν ως ενεργοί πολίτες -ως άλλωστε οφείλουν- ένα τοπικό περιβαλλοντικό πρόβλημα που ενδεχομένως αναφύεται, δίχως να καταντούν άβουλοι ακροατές ή ενίοτε και απόκοσμοι τηλεθεατές των γειτονικών τους επιπτώσεων εξαιτίας του συγκεκριμένου προβλήματος ή δίχως να υπολογίζουν το όποιο μικρό ή μεγάλο κόστος από τις μικροαστικές ή επαρχιώτικες συγκρούσεις και απειλές που θα τεθούν σε πρώτο πλάνο;
* Κατά πόσον οι υπεύθυνοι των κατά τόπους Μοναστηριών, οι οποίοι διαχειρίζονται συνήθως ικανές εκτάσεις γης (στις περισσότερες των περιπτώσεων δασικής) [15] θα υπερβούν τον επίφοβο μικρόκοσμό τους, ορθώνοντας ξεκάθαρο «όχι» στις ενδεχόμενες δελεαστικές προτάσεις διαφόρων μεγαλοσυμφερόντων, τα οποία ορέγονται (για αξιοποίηση και αναβάθμιση δήθεν) τις πατροπαράδοτες πράσινες εκκλησιαστικές ιδιοκτησίες, όπου -σε ύστατη ανάλυση- διασώζεται και θεραπεύεται το οικολογικό ιδεώδες [16];
Παρά τους κάποιους αξιομνημόνευτους βηματισμούς, οι οποίοι ομολογουμένως έχουν ήδη κατορθωθεί ως προς την ποιμαντική δραστηριοποίηση της Ελλαδικής Εκκλησίας σχετικά με τα οικολογικά ζητήματα (ειδικές Συνοδικές Επιτροπές [17], Ημερίδες ή Συνέδρια [18], Εισηγήσεις [19], Ομιλίες [20], Εκθέσεις [21], Εκδόσεις [22], εποπτικό υλικό για Νεανικές Συντροφιές [23] ή ένα υποδειγματικό Κέντρο Περιβαλλοντικής Αγωγής και Ευαισθητοποίησης της Αρχιεπισκοπής Αθηνών στη Βουλιαγμένη [24]) θεωρούμε μετά λόγου γνώσεως ότι η ευαισθητοποίηση που επιχειρείται δεν έχει διαχυθεί όσο θα χρειαζόταν από τα άνω προς τα κάτω, δηλαδή από την διοικούσα και την ποιμαίνουσα Εκκλησία στον λαό και την τρέχουσα καθημερινότητά του. Η ρίζα του κακού αποδεικνύεται -δυστυχώς- ανθεκτικότερη από τη σύνολη προσπάθειά μας. Οι επιμέρους κοινωνίες - ενορίες μας έχουν, άλλωστε, περιπέσει ήδη ως προς τούτο στην παγίδα του ρητορικού / ωχαδελφικού ερωτήματος, το οποίο μάλιστα δρα συχνότατα και ως υπεκφυγή: «Εμείς θα σώσουμε τον κόσμο;»
Προς μια διέξοδο από τον λαβύρινθο
Μια πειστική απάντηση, η οποία θα δράσει και ως αφύπνιση των χαυνωμένων συνειδήσεων του σύγχρονου κόσμου, αποτελεί ποιμαντική ευθύνη και προτεραιότητα και χρέος του εκκλησιαστικού μας λόγου:
- Ναι, εμείς θα σώσουμε τον κόσμο, εάν εμείς -εδώ και τώρα- ανακαλύψουμε και σεβασθούμε τον βηματισμό του Κτίστη πίσω από τα όντα του περιβάλλοντος· εάν αποδεχθούμε το αυτονόητο δικαίωμα του ζην και υπάρχειν στα μικρά, ταπεινά και παραθεωρημένα του φυσικού μας περιβάλλοντος ως παραγώγων της αγαπητικής διάθεσης του ίδιου Δημιουργού που έπλασε κι εμάς· εάν πρώτα και κύρια οικονομήσουμε τα περιπλεκόμενα θέματα του πλησιέστερου περιβάλλοντός μας [25], που είναι αυτή καθεαυτή η ψυχοσωματική μας οντότητα.
- Ναι, εμείς μπορούμε να σώσουμε τον Κόσμο! Επειδή, ως πρόσωπα που βιώνουμε λατρευτικά κι έμπρακτα το αναστάσιμο εκκλησιαστικό γεγονός, θα έχουμε παράλληλα διαφύγει την απελπισία της σκιάς του θανάτου, η οποία, εκφράζοντας την εσώτατη θανατίλα της ψυχής, επιθυμεί κάποτε την επέκταση ή και την διαιώνιση των οικοκαταστροφών, για να μπορεί να ευδοκιμεί και η ίδια ως αθέατη -πλην καταλυτικά παρούσα- πανδημία [26].
-Ναι, εμείς μπορούμε να σώσουμε τον Κόσμο! Έτσι η ενοριακή ζωή θα ξαναγίνει κοινοτική ζωή, οι Μητροπόλεις μας θ’ αποκατασταθούν ως φυσικές (και όχι παρένθετες) μητέρες των πόλεών μας στοργικότατες, η δε «υγιαίνουσα διδασκαλία» [27] μας θ’ αναφανεί πολυσέβαστος συνομιλητής (όχι πλέον φτωχός ή και αποδιοπομπαίος συγγενής), επειδή ακριβώς θα προτείνει λύσεις ουσιώδεις (διαυγείς κι επαναστατικές, όπως ακριβώς είναι και ο αλογόκριτος λόγος του Ευαγγελίου) στα εφ’ όλης της ύλης του κοινοτικού βίου desiderata των σύγχρονων κοινωνιών.
[Ζάκυνθος, Άνοιξη 2010]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Σταύρου Γιαγκάζογλου, «Ο κόσμος και ο άνθρωπος. Μετα-οικολογικές πτυχές στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά», Σύναξη 53 (1995) 67.
2. James Lovelock, Η εκδίκηση της Γαίας. Γιατί η Γη αντεπιτίθεται και πώς μπορούμε ακόμα να σώσουμε την ανθρωπότητα, Μτφρ. Άγγελου Φιλιππάτου, εκδ. Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2007, σ. 254.
3. Ιω 14,6.
4. Πρβλ. Σταύρου Γιαγκάζογλου, ό.π., σσ. 65-70.
5. Βλ. συνοπτικές παρουσιάσεις στα: Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτη Καποδίστρια, Κεφάλαια Θεολογίας του Περιβάλλοντος, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου, Ζάκυνθος 2006, σσ. 93-135 και Του ίδιου, «Ο οικολογικός λόγος του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Νεότερες πτυχές)», Εφημέριος 58 (Νοέμβριος 2009) τεύχ. 9, σσ. 18-23.
6. Α΄ Κορ 9,22.
7. Πρβλ. τα πορίσματα της σύγχρονης κοινωνιολογικής σκέψης: Δ. Γ. Μαγριπλή, «Θρησκεία και Ιδεολογία: Ορθοδοξία και σύγχρονος κόσμος» στο Δ. Γ. Μαγριπλής (επιμ.), Κριτικές προσεγγίσεις στον Ορθόδοξο Πολιτισμό. Όψεις του ελληνικού παραδείγματος, Αντ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 15-85, ιδιαίτερα για εδώ σ. 68.
8. π. Παναγιώτη Καποδίστρια, «Καλλιεργώντας την Ηθική του Περιβάλλοντος στην καθημερινότητά μας», Βημόθυρο 1 (Χειμώνας 2009-2010) 201-203.
9. Βλ. σχετικά Ιγνατίου Λ. Τριάντη, Ο Γέροντας της Πάτμου Αμφιλόχιος Μακρής 1889-1970, εκδ. Μονή Ευαγγελισμού, Πάτμος 1993, σσ. 138-140.
10. Βλ. «Οι 10 εντολές ενός ακτιβιστή παπά», στήλη Οι άλλοι πρωταγωνιστές. Συνέντευξη στον Σταύρο Θεοδωράκη, Εφημερίδα Τα Νέα, 9.12.2006 , σ. N26.
11. Αμέσως μετά τη βράβευσή του ο π. Ιωάννης Οικονομίδης (Ακαδημία Αθηνών, 29.12.2009), δήλωσε στα ΜΜΕ: «Είμαι στενοχωρημένος με το βραβείο, γιατί αν ο Δήμαρχος, ο Νομάρχης και το Υπουργείο έπρατταν το καθήκον τους, δεν θα έπαιρνα εγώ το βραβείο. Είμαστε 200.000 και πλέον κάτοικοι, πειραματόζωα, όλοι μας έκθετοι, μικροί και μεγάλοι, στα τοξικά απόβλητα, στην καρδιά της βιομηχανίας, στον Ασωπό ποταμό, στο μεγαλύτερο περιβαλλοντικό πρόβλημα της χώρας. Αυτό που καταφέραμε, από τότε που ξεκινήσαμε τον αγώνα μας, εδώ και δέκα χρόνια, είναι ότι αναδείξαμε το πρόβλημα και ξεκινάμε πια διαβούλευση με το Υπουργείο για την επίλυσή του. Το βραβείο της Ακαδημίας από την άλλη, με χαροποιεί γιατί είναι η επιβράβευση των κόπων και προσπαθειών όλων των περιβαλλοντικών οργανώσεων και των κατοίκων που διεύρυναν, στην πορεία, τον αγώνα. Αν δεν λυθεί το πρόβλημα των τοξικών αποβλήτων στα Οινόφυτα, θα μας ξανακούσετε». [Ιστότοπος NaturaZante: http://theoperiv.blogspot.com/2009/12/blog-post_30.html (αποτύπωση 26.1.2010)]. 12. Χαρακτηριστική είναι η σχετική αποστροφή του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου από του επισήμου βήματος της Ακαδημίας Αθηνών (3.2.2010): «Η Ορθόδοξος Εκκλησία ατυχώς εν πολλοίς κατατρύχεται υπό τινος εσωστρεφείας, περιοριζομένη συνήθως εις την επίλυσιν των εσωτερικών της προβλημάτων, κωφεύουσα, ενίοτε υπό την πίεσιν φονταμενταλιστικών κύκλων, εις τας εκκλήσεις δια συνεργασίαν και καταλλαγήν, ως εάν μη ήτο δυνατόν να διατηρήση αλώβητον την ταυτότητά της, εάν ανοίξη και τείνη τας χείρας της εις συνεργασίαν μετά των άλλων. Αλλ’ ο όντως μέγας πλούτος της Ορθοδοξίας δεν τής εδόθη προς συντήρησιν. Οφείλει η Ορθοδοξία να χρησιμοποιήση την παράδοσίν της, τον θεολογικόν και πνευματικόν της θησαυρόν, δια να αντιμετωπίση ο σύγχρονος άνθρωπος τα φλέγοντα υπαρξιακά προβλήματά του. Και η παγκόσμιος οικολογική κρίσις, την οποίαν διερχόμεθα, αποτελεί, χωρίς αμφιβολίαν, πρόβλημα εκ των πλέον ζωτικών όσον και επειγόντων. Η Ορθοδοξία οφείλει και ημπορεί να πράξη ακόμη περισσότερα δια την αντιμετώπισίν του». [Ιστότοπος NaturaZante: http://theoperiv.blogspot.com/2010/02/blog-post_3715.html (αποτύπωση: 4.2.2010)]. 13. Πρβλ. Έλενας Κ. Θεοδωροπούλου – Κωνσταντίνας Τόγια, «Η περιβαλλοντική ηθική και το μάθημα των Θρησκευτικών: περί ηθικής εκπαίδευσης», στον Τόμο Περιβαλλοντική Ηθική: από την έρευνα και τη θεωρία στην εφαρμογή (Πρόλογος Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, Επιμέλεια Έλενα Θεοδωροπούλου, Μαρία Καΐλα, Michael Bonnet, Catherine Larrene), εκδ. Ατραπός, Αθήνα 2009, σσ. 225-237.
14. Πρβλ. π. Παναγιώτη Καποδίστρια, «Λόγος υπόλογος για το κήρυγμα σήμερα», Σύναξη 83 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2002) 42-44 [αφιέρωμα «Το κήρυγμα μεταξύ λιμού και κορεσμού»].
15. Είναι πασίγνωστες και πολυσυζητημένες κάποιες περιπτώσεις περιώνυμων Μονών στον ελλαδικό χώρο, όπου -αν μη τι άλλο- καταγράφεται έντονο κλίμα διχασμού αυτών και του λαού, όσον αφορά στην λεγόμενη αξιοποίηση των εκτάσεων γης.
16. Πρβλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτη Καποδίστρια, Κεφάλαια Θεολογίας του Περιβάλλοντος, ό.π., σσ. 79-91 [κεφάλαιο «Ορθόδοξη Ασκητική και Φυσικό Περιβάλλον»].
17. Ήδη η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος από τον Φεβρουάριο του 2000 έχει συστήσει την «Ειδική Συνοδική Επιτροπή Θείας και Πολιτικής Οικονομίας και Οικολογίας» (στο εξής θα αναφέρεται ως ΕΣΕΘΠΟΟ), η οποία εργάζεται για την ευαισθητοποίηση του λαού τόσο στην Αθήνα, όσο και στις Μητροπόλεις της Ελλαδικής Εκκλησίας. Πρόεδρός της είναι Μητροπολίτης Αχελώου Ευθύμιος και μέλη οι κ.κ. Ευάγγελος Θεοδώρου, Χρήστος Ζερεφός, Θεόδωρος Παναγόπουλος, Παναγιώτης Δρακάτος, Παναγιώτης Καρύδης, Ιωάννης Παπαδημητράκης, Απόστολος Νικολαΐδης και Βασίλειος Καλτσάς. [Στοιχεία από τα «Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος 2010», εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, σ. 367].
18. Βλ. ενδεικτικά: α) Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου Ο Απόστολος Παύλος και το φυσικό περιβάλλον [Βέροια, 25-28 Ιουνίου 1999], εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, Βέροια 1999, με ενδιαφέρουσες εισηγήσεις των: Ιωάννη Γαλάνη, Βασιλείου Γιούλτση, Γεωργίου Γούναρη, π. Otfried Hofius, Μαρίας Καζαμία-Τσέρνου, Δημητρίου Καϊμάκη, Σταύρου Καλαντζάκη, Χρήστου Καρακόλη, Ανέστη Κεσελοπούλου, Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, Δημητρίου Κωτούλα, Χρυσάνθης Μαυροπούλου-Τσιούμη, Enrico Morini, Ιωάννη Μούρτζιου, Νικολάου Σπύρου, Αλέξανδρου Τσιούμη και β) Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας Προβλήματα του τρόπου ζωής των κατοίκων των μεγάλων πόλεων [22.10.2005], εκδ. ΕΣΕΘΠΟΟ, Αθήνα 2006, με εμπεριστατωμένες ομιλίες-εισηγήσεις των Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου, Ευαγγέλου Θεοδώρου, Ευθυμίας Συγκολλίτου, Αποστόλου Νικολαΐδη, Χρήστου Ζερεφού.
19. Βλ. ενδεικτικά, Μητροπολίτου Ζακύνθου Χρυσοστόμου, «Εκκλησία και Περιβάλλον. Συμβολή του θεολογικού λόγου στη δημιουργία οικολογικής συνειδήσεως», Η Τακτική Σύγκλησις της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (Αθήναι, 9-10 Οκτωβρίου 2007)· Εισηγήσεις και Ανακοινωθέντα, εκδ. Επικοινωνιακή και Μορφωτική Υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος - Κλάδος Εκδόσεων, Αθήναι 2008, σ. 53-66. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Μητροπολίτης Ζακύνθου ασχολείται με τα οικολογικά προβλήματα. Άξια μνείας είναι η ημερίδα με θέμα «Περιβάλλον και Ειρήνη», η οποία οργανώθηκε στη Μονή Πεντέλης με πρωτοβουλία του (ως Καθηγουμένου και Επισκόπου Δωδώνης), στις 7 Οκτωβρίου 1989. Αλλά και μέχρι τις ημέρες μας υποστηρίζει με διάφορους και πολλαπλούς τρόπους το Τμήμα Τεχνολογίας του Περιβάλλοντος και Οικολογίας του Α.Τ.Ε.Ι. Ιονίων Νήσων, που λειτουργεί τα τελευταία χρόνια στη Ζάκυνθο. Ως εκ τούτου, στις 14 Νοεμβρίου 2009, ανακηρύχθηκε Επίτιμος Καθηγητής του Τμήματος, ως αναγνώριση της προσφοράς του. Βλ. σχετικό φωτορεπορτάζ στο: Τα Νέα του ΤΕΙ Ιονίων Νήσων, Οκτώβριος - Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2009, φ.12, σ. 3. Κατά την επίσημη εκείνη τελετή ανέπτυξε ο τιμώμενος «Σκέψεις περί θεολογικής οικολογίας», βλ. στον ιστότοπο NaturaZante: http://theoperiv.blogspot.com/2009/11/blog-post_14.html (αποτύπωση: 2.2.2010). Δεν είναι καθόλου τυχαίο εξάλλου ότι στο εν λόγω Τμήμα του ΤΕΙ Ιονίων Νήσων, από το 2004 έως και σήμερα (Άνοιξη του 2010) διδάσκεται το επιλεγόμενο μάθημα «Θρησκεία και Περιβάλλον», το οποίο μάλιστα παραδίδει εξαρχής κληρικός της Μητροπόλεως Ζακύνθου. 20. Αξιομνημόνευτες και πρωτοποριακές για την εποχή που εκφωνήθηκαν θεωρούμε δύο ομιλίες: α) Κατά τον Εσπερινό του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο (29.6.1987), Αρχιμανδρίτου Νικολάου Πρωτοπαπά (τώρα Μητροπολίτου Φθιώτιδος), «Ο Απόστολος Παύλος και το οικολογικό πρόβλημα», Εκκλησία 64 (1987) 454-456, 492-495 και β) κατά τον εορτασμό της μνήμης του Αγίου Φωτίου στο Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος (Μονή Πεντέλης, 6.2.1989. Βλ. Ηλία Β. Οικονόμου, «Ορθοδοξία και Οικολογία», Εκκλησία 66 (1989) 188-192, 231-234, 280-282, 323-326. Περισσότερες και ειδικότερες ποιμαντικές δράσεις της Εκκλησίας κατά τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης της «θεολογικής οικολογίας», βλ. στη σχετική εισήγηση του Δ΄ Επιστημονικού Θεολογικού Συνεδρίου της Ενώσεως Θεολόγων Βορείου Ελλάδος (Καβάλα, 4-6.5.1989): Ι. Μ. Χατζηφώτη, «Η Εκκλησία και το οικολογικό πρόβλημα», Εκκλησία 66 (1989) 577-579, 605-606, 644-645, 683-684.
21. Για παράδειγμα αναφέρουμε την Κινητή και Εναλλασσόμενη Έκθεση Πινάκων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος του 2001. Όπως είχε ευρέως δημοσιοποιηθεί τότε «Με την έκθεση η Εκκλησία σκοπό έχει: * να μας κάνει κοινωνούς της ομορφιάς του κόσμου, στον οποίο κληθήκαμε να ζήσουμε με την εντολή του “εργάζεσθαι και φυλάσσειν”. * να ευαισθητοποιήσει τον λαό του Θεού, ως προς τα μεγάλα σύγχρονα περιβαλλοντικά προβλήματα με τις εσχατολογικές τους διαστάσεις. * να δείξει ότι η καταστροφή του Περιβάλλοντος δεν γνωρίζει σύνορα και ότι οι επιπτώσεις της είναι παγκόσμιες. * να τονίσει την ξεχωριστή σημασία που έχει το ορθόδοξο ήθος για τη διαφύλαξη και φροντίδα της Κτίσης. * να διατρανώσει πως τη φθορά και το θάνατο υπερνικά μόνο ο Χριστός. * να προβάλλει στην παραμόρφωση του κόσμου, την μεταμόρφωση και τον εξαγιασμό του. * να διακηρύξει ότι αφετηρία της καταστροφής της φύσης είναι η απληστία και η πλεονεξία των ισχυρών της Γης “εν οις ουκ έστι σωτηρία”. * να οδηγήσει τον άνθρωπο ξανά στον πρωταρχικό του ρόλο, να τον κάμει ιερουργό και όχι καταχραστή της Δημιουργίας, την οποίαν καλείται να προσφέρει στον συνάνθρωπο και τον Δημιουργό».
22. Βλ. ενδεικτικά: τη συμμετοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος στην παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος (5.6.2003) με την έκδοση: ΕΣΕΘΠΟΟ, Εκκλησία και Φυσικό Περιβάλλον. Έδαφος – Νερό – Αέρας, Αθήνα 2003, με κείμενα των Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου, Ηλία Β. Οικονόμου, Θεοδώρου Ι. Παναγοπούλου, Χρήστου Ζερεφού, Ευαγγέλου Δ. Θεοδώρου και Παναγιώτη Καρύδη.
23. Βλ. για παράδειγμα τον Φάκελο με πλούσιο εποπτικό υλικό των: π. Ευαγγέλου Μαρκαντώνη – Αυγερινού Γεωργοπούλου – Ιωάννη Ζαμπέλη, Τα φυτά στη λατρεία της Εκκλησίας, εκδ. Γραφείου – Ιδρύματος Νεότητος Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Αθήνα 2006.
24. Το Κέντρο Περιβαλλοντικής Αγωγής και Ευαισθητοποίησης (Κ.Π.Α.Ε.), ιδρύθηκε από το Ίδρυμα Νεότητας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, με σκοπό την πνευματική καλλιέργεια των νέων και την ευαισθητοποίησή τους στην περιβαλλοντική αγωγή μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα και άλλες δράσεις, που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος μέσα από τις αρχές και τη διδασκαλία της Ορθόδοξης πίστης μας. Στόχος της προσπάθειας αυτής είναι η συνεισφορά της Εκκλησίας μας, στη διαμόρφωση ενός νέου περιβαλλοντικού ήθους με υπεύθυνες στάσεις και συμπεριφορές που θα συμβάλλουν στην προστασία της οικολογικής ισορροπίας και της ποιότητας της ζωής στην κατεύθυνση της αειφορίας. Λειτουργεί σε χώρο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, που ευγενώς του παραχώρησε το Δ.Σ. του Εκκλησιαστικού Ορφανοτροφείου Βουλιαγμένης και χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Νεότητας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Το Κ.Π.Α.Ε. διοργανώνει ημερήσια και τριήμερα εκπαιδευτικά προγράμματα, σεμινάρια ενηλίκων, ημερίδες κατάρτισης, καθώς επίσης και συνέδρια εκπαιδευτικού και περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος. [Τα στοιχεία προέρχονται από τον επίσημο ιστότοπο του Κ.Π.Α.Ε.: http://www.kpae.gr/ (αποτύπωση: 19.2.2010)]. 25. Πρωτοπρεσβυτέρου Παναγιώτη Καποδίστρια, Κεφάλαια…, ό.π., σσ. 31-49 [κεφάλαιο: «Ανθρώπινο σώμα: το πλησιέστερο περιβάλλον μας»].
26. «Δεν είναι αυτονόητο ότι η οικολογική κρίση είναι μια κατάσταση που κατά βάθος όλοι αποστρέφονται. Είναι γνωστό από την εμπειρία της ψυχανάλυσης ότι όταν μια αρνητική κατάσταση εμμένει παρόλες τις οχλήσεις και τις αντιφάσεις αλλά και τις προτεινόμενες θεραπείες και απόπειρες εκλογίκευσης, τότε αυτή την κατάσταση την επιθυμεί κατά βάθος ο άνθρωπος, γιατί κάτι προσφέρει στον διαταραγμένο ψυχισμό του. Η οικολογική κρίση μπορεί να αποτελεί μια άλλη όψη της απελπισίας που ταλανίζει τις σύγχρονες ψυχές και επομένως της επιθυμίας τους να βυθισθούν όλα στον θάνατο. (…)» [Κωνσταντίνου Ζάχου, «Σκέψεις με αφορμή το οικολογικό πρόβλημα», Σύναξη 74 (2000) 43].
27. Α΄ Τιμ 1,10.