© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Άγραφα (6) Αμερική (25) Αφιερώματα (6) Γιώργος Καρρής (10) Γρεβενά (1) Έδεσσα (1) Ειδήσεις για το Περιβάλλον (28) Εκδόσεις (23) Εκπαίδευση (2) Ελαιο-σώματα (13) Επικαιρότητα (28) Ζάκυνθος και Περιβάλλον (233) Ζωές εφήμερες (μικρά videos π. Π. Κ.) (10) Θρησκεία και Περιβάλλον (335) Κείμενα π. Παναγιώτη Καποδίστρια (41) Κέντρο Λόγου ΑΛΗΘΩΣ (23) Κερκίνη (1) Κορινθία (1) Κρίσεις για τα "Κεφάλαια Θεολογίας του Περιβάλλοντος" (7) Λίμνη Πλαστήρα (6) Λογοτεχνία (2) ΜάνηNatura (1) Μοναχισμός και Περιβάλλον (9) Μουσεία Φύσης (16) Μουσική (2) Οικολογικά Συνέδρια (51) Οικολογικές δράσεις Βατικανού (5) Πρωτοβουλίες Οικουμενικού Πατριάρχη (255) Πυρκαγιές 2007 (13) Πυρκαγιές 2009 (6) Πυρκαγιές 2017 (10) Πυρκαγιές 2018 (9) Πυρκαγιές 2019 (1) Σεισμοί (2) Στίγματα (62) Στροφάδια (20) Ταινίες οικολογικές (14) ΤΕΙ Ζακύνθου (10) Το Η΄ Οικολογικό Συμπόσιο στον Μισισιπή (22) Υμνολογία Οικολογική (3) Φύση Ιορδανίας (6) Φύση Κιέβου (4) ΦωτοNatura (209) Ώρα της Γης (9) AfricaNatura (23) Covid-19 (7) Editorial (1) Greener Attica 2018 (9) Halki Summit 2012 (6) Halki Summit 2015 (5) Halki Summit 2019 (5) Halki Summit 2021 (1) Halki Summit 2022 (1) Holy Land Άγιοι Τόποι (1)

27.5.14

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης επισκέφτηκε το Άλσος των Εθνών / The Grove of Nations [+ video]

 Μεσημέρι 26ης Μαΐου 2014 
Φωτογραφίες: ANA-MPA/GANP/DIMITRIOS PANAGOS






























Μετά την επίσκεψή του στο Μουσείο του Ισραήλ ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος μετέβη στο Άλσος των Εθνών στο Όρος Χερτζλ στην Ιερουσαλήμ, κοντά στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος Yad Vashem, όπου φύτεψε συμβολικά ένα δέντρο ελιάς. Τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο και την πατριαρχική συνοδεία υποδέχθηκε ο πρόεδρος του KKL- Jewish National Fund, Efi Stenzler. 



21.5.14

Το βιβλίο του π. Παναγιώτη Καποδίστρια για τις οικολογικές πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου


Κυκλοφόρησε πρόσφατα (Μάρτιο 2014) από το Κέντρο Λόγου Μπανάτου «Αληθώς», την μορφωτική έκφραση της Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου, μια θεολογική μελέτη, που αφορά στις οικολογικού ενδιαφέροντος πρωτοβουλίες του Φαναρίου.
Το βιβλίο αποτελεί διπλωματική εργασία του Πρωτοπρεσβυτέρου του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτη Καποδίστρια - Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου Ι. Μ. Ζακύνθου και τιτλοφορείται «Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, εκφραστής του ορθόδοξου θεολογικού λόγου για το φυσικό περιβάλλον».
Οι ενδιαφερόμενοι να το προμηθευτούν μπορούν να απευθύνονται στο Εκθετήριο της Ι. Μονής Στροφάδων και Αγίου Διονυσίου Ζακύνθου ή στα τηλέφωνα: 2695043036 και 2695048422. Τα πιθανά έσοδα από τις πωλήσεις θα διατεθούν για την ενίσχυση του Ευαγούς Ταμείου Υποτροφιών της Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου.

17.5.14

Μόλις κυκλοφόρησε: "Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, εκφραστής του ορθόδοξου θεολογικού λόγου για το φυσικό περιβάλλον" του π. Παναγιώτη Καποδίστρια

με Πρόλογο του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου 




Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου: [ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΕΙΦΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΦΥΛΑΞΕΩΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ]

Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου  εἰς τό Συμπόσιον τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Μονάχου εἰς τήν Ἀκαδημίαν Fürstenried (16 Μαΐου 2014)

Θέμα Συμποσίου: 
Ἀειφόρος τρόπος ζωῆς (Ζωή ἀειφορίας) καί διαφύλαξις τῆς Δημιουργίας. Μία κοινή πρόκλησις.
(Nachhaltig Leben – Schöpfung bewahren. Eine gemeinsame Herausforderung)

Σεβασμιώτατε Καρδινάλιε κύριε Reinhard Marx, Ἀρχιεπίσκοπε Μονάχου καί Freising,
Σεβασμιώτατε Ἐπίσκοπε τῆς Εὐαγγελικῆς Λουθηρανικῆς Ἐκκλησίας Βαυαρίας,
Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε,
Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἀδελφοί,
Ἐλλογιμώτατε κύριε Διευθυντά τῆς Ἀκαδημίας ταύτης,
Ἀγαπητοί καί ἐκλεκτοί μετέχοντες εἰς τό Συμπόσιον τοῦτο,

«Μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα Σου καί οὐδείς λόγος ἐξαρκέσει πρός ὕμνον τῶν θαυμασίων Σου», ἀναφωνεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, θαυμάζουσα καί ὑμνοῦσα τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καί τήν δημιουργίαν Του, τήν ὁρατήν καί ἀόρατον. Ὁμολογεῖ δέ εἰς τήν προσευχήν του ὁ πιστός ἄνθρωπος τήν μηδαμινότητα αὐτοῦ καί συνόλης τῆς δημιουργίας, τῆς ἐν ἁρμονίᾳ καί ἀενάῳ λειτουργίᾳ δημιουργηθείσης ἐκ τοῦ μή ὄντος, ἀποδίδων, ὁ ἄνθρωπος, τά πάντα εἰς τόν Θεόν: «Σύ γάρ βουλήσει ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τό εἶναι παραγαγών τά σύμπαντα, τῷ σῷ κράτει συνέχεις τήν κτίσιν, καί τῇ σῇ προνοίᾳ διοικεῖς τόν κόσμον. Σύ ἐκ τεσσάρων στοιχείων τήν κτίσιν συναρμόσας, τέτταρσι καιροῖς τόν κύκλον τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐστεφάνωσας. Σέ τρέμουσιν αἱ νοεραί πᾶσαι δυνάμεις, σέ ὑμνεῖ ἥλιος, σέ δοξάζει σελήνη, σοί ἐντυγχάνει τά ἄστρα, σοί ὑπακούει τό φῶς, σέ φρίττουσιν ἄβυσσοι, σοί δουλεύουσιν αἱ πηγαί. Σύ ἐξέτεινας τήν γῆν ὡσεί δέρριν, σύ ἐστερέωσας τήν γῆν ἐπί τῶν ὑδάτων, σύ περιετείχισας τήν θάλασσαν ψάμμῳ, σύ πρός ἀναπνοάς τόν ἀέρα ἐξέχεας» (Εὐχή Μ. Ἁγιασμοῦ).

Πάντα, λοιπόν, τά δημιουργήματα ὑποτάσσονται πρός ἄλληλα καί λειτουργοῦν ἀμέμπτως, ἁρμονικῶς, λειτουργικῶς, ἀποκαραδοκοῦντα τήν «ἐλευθερίαν πάσης τῆς κτίσεως». Ὁ μόνος ἀνυπότακτος μεταξύ τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ μέ ἐλευθερίαν προικισθείς καί ἀλαζών, ἀτυχῶς, ἄνθρωπος. Ὡς ἐκ τῆς ἀλαζονείας δέ ταύτης ὁ ἄνθρωπος, διά τήν ἁμαρτίαν, ἀδυνατεῖ ἐν τῇ πραγματικότητι «νά κατακυριεύσῃ τῆς γῆς», παρά τήν θείαν ἐντολήν (πρβλ. Γεν. α΄ 28). Ἀντί νά κατακυριεύσῃ τῆς γῆς, ἀτυχῶς κατακυριεύεται ἐξ ἰδίων ὑπ᾿  αὐτῆς.

Ἐκφράζομεν, ἐν πρώτοις, τάς θερμάς εὐχαριστίας τῆς ἡμετέρας Μετριότητος καί τοῦ ὑφ᾿ ἡμῶν ἐκπροσωπουμένου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρός τήν ὑμετέραν Σεβασμιότητα, Καρδινάλιε κ. Marx, Ἀρχιεπίσκοπε Μονάχου, τόν Διευθυντήν τῆς Ἀκαδημίας ταύτης καί πρός τό διοικητικόν καί πνευματικόν προσωπικόν αὐτῆς, διά τήν τιμητικήν πρόσκλησιν πρός ἡμᾶς ὅπως ἐκθέσωμεν πρός τήν ἀγάπην σας  σκέψεις καί ἐμπειρίας ἡμῶν ὅσον ἀφορᾷ εἰς τό σοβαρόν καί πάντοτε ἐπίκαιρον θέμα τοῦ Συμποσίου σας, «τοῦ ἀειφόρου τρόπου ζωῆς» καί τῆς διαφυλάξεως τῆς δημιουργίας, ὡς μιᾶς πάντοτε συγχρόνου προκλήσεως.

Ἀνταποκρινόμεθα μετά χαρᾶς εἰς τό αἴτημα, διότι ἀληθῶς τό θέμα τῆς προστασίας τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος δονεῖ ἐντόνως τάς χορδάς τῆς καρδίας μας καί μᾶς ὠθεῖ, καθ᾿ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς Πατριαρχικῆς ἡμῶν διακονίας, ἀλλά καί πρό αὐτῆς, νά ἐργαζώμεθα μετά ζήλου διά τήν εὐαισθητοποίησιν τῆς κοινῆς γνώμης, μέσῳ τῆς ὁποίας δύναται νά ἐνεργοποιηθῇ ἡ ἑκασταχοῦ διοίκησις, οἱ ἡγέται τῶν λαῶν καί οἱ κυβερνῆται τοῦ κόσμου καί οἱ ἐπί μέρους ὀργανισμοί, πρός λῆψιν τῶν ἀναγκαίων διά τήν προστασίαν τοῦ περιβάλλοντος μέτρων.

Ἀλλά καί ἑκάστου ἀτόμου ἡ προσοχή καί ἡ εὐαισθησία ἔναντι τῶν καταστροφῶν τοῦ περιβάλλοντος, παρατηρουμένων καί διαπιστουμένων καθημερινῶς, δύναται νά συντελέσῃ σημαντικῶς εἰς τήν βελτίωσιν τῆς καταστάσεως.

Τήν λύσιν εἰς τήν ἀπορίαν, ὡς διατυποῦται διά τοῦ τίτλου τοῦ ὑπό διαπραγμάτευσιν θέματος τοῦ Συμποσίου, δίδει ὁ ἀνωτέρω δοξολογικός ὕμνος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἀναπέμπεται  μέν προσευχητικῶς,  οὐδόλως ὅμως ἐν τῇ πράξει ἐφαρμόζεται ὑπό τοῦ ἐνοίκου τοῦ πλανήτου τούτου ἀνθρώπου.

Ἡ παρατηρουμένη κατά τούς ἐσχάτους χρόνους ραγδαία  καταστροφή τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος τοῦ πλανήτου μας ἔχει ὁδηγήσει τήν ἀξιολογοῦσαν καί μελετῶσαν «τά σημεῖα τῶν καιρῶν» Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, πρωτοστατοῦντος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου,  εἰς μίαν ἰδιαιτέραν ἐν προκειμένῳ ἐπαγρύπνησιν.

Ἔχει δέ καταστῆ πανθομολογουμένως πλέον ἀντιληπτόν, ὡς ἀποτέλεσμα καί τῆς πρωτοβουλίας ταύτης τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι μόνον μία συλλογική προσπάθεια πνευματικῶν, πολιτικῶν, ἐπιστημονικῶν φορέων καί ἡγετῶν εἶναι δυνατόν νά συμβάλῃ εἰς τήν ἀντιμετώπισιν τοῦ καιρίου τούτου διά τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος προβλήματος.

Εἶναι ἀσφαλῶς καί εἰς τήν ἀγάπην σας γνωστόν, ὅτι ὁ ἀοίδιμος προκάτοχος ἡμῶν Οἰκουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος, τήν 1ην Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1989, -ἡμερομηνίαν ἐνάρξεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, συμπίπτουσαν μέ τήν ἀρχήν τῆς Ἰνδίκτου (τοῦ νέου ἔτους) εἰς τό Βυζάντιον-, ἐξαπέλυσε πρωτοβούλως πρός τό Ὀρθόδοξον πλήρωμα, τόν Χριστιανισμόν καί τήν παγκόσμιον κοινήν γνώμην,  προφητικόν αὐτοῦ μήνυμα, -τό πρῶτον μιᾶς σειρᾶς ἔκτοτε κατ᾿ ἔτος ἐγκυκλίων-, καί ἐκάλεσε λίαν ἐνωρίς σύμπαντα τόν χριστιανικόν κόσμον «νά ἀναπέμπῃ κατ᾿ ἔτος τήν ἡμέραν ταύτην (τήν 1ην Σεπτεμβρίου) δεήσεις καί ἱκεσίας διά τό μέγα δῶρον τῆς δημιουργίας, ἱκετηρίους δέ διά τήν προστασίαν καί σωτηρίαν αὐτῆς ἀπό παντός κακοῦ». Διά τοῦ ἰδίου ἐκείνου Πατριαρχικοῦ  μηνύματος ἡ ἡμέρα αὕτη τῆς 1ης Σεπτεμβρίου ἑκάστου ἔτους καθιερώθη ἔκτοτε ὡς ἡμέρα ἀφιερωμένη εἰς τήν δημιουργίαν καί εἰς τό φυσικόν περιβάλλον. Ἐκ παραλλήλου, διά τοῦ πρώτου ἐκείνου ἐκ Κωνσταντινουπόλεως Μηνύματος προετρέποντο οἱ πιστοί νά ἀναλογισθοῦν τάς ἑαυτῶν εὐθύνας «εἰς σεβασμόν καί διαφύλαξιν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος», οἱ δέ πολιτικοί ἡγέται «ὅπως προβοῦν εἰς πᾶσαν ἀπαραίτητον ἐνέργειαν, πρός προστασίαν καί διάσωσιν τῆς φυσικῆς δημιουργίας».

Ἡ θέσις καί πρότασις αὕτη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου υἱοθετήθη ἀμέσως ὑπό τῆς συγκληθείσης ἐν Φαναρίῳ, ἡμετέρᾳ πρωτοβουλίᾳ, πρώτης Ἱερᾶς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κατά τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ ἔτους 1992. Ἡ ἰδία πρότασις ἐγένετο ἀργότερον ἀποδεκτή ὑπό τοῦ Συμβουλίου Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν καί ἐν συνεχείᾳ  καί ὑπό τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, δηλαδή ὑφ᾿ ὁλοκλήρου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, γεγονός ὅπερ συνετέλεσεν εἰς τήν ἀφύπνισιν ἐν προκειμένῳ τῆς παγκοσμίου κοινῆς γνώμης.

Ἐχάρημεν δέ ἰδιαιτέρως διότι ἐν ἔτει 2010 καί αἱ ἐν Γερμανίᾳ Ἐκκλησίαι, αἱ ὁποῖαι συνεργάζονται εἰς τό Ἐθνικόν Συμβούλιον Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν (ACK), εἰσήγαγον τόν οἰκουμενικόν ἑορτασμόν τῆς Ἡμέρας τῆς Δημιουργίας συνεχίζουσαι τοιουτοτρόπως τήν κληρονομίαν τοῦ μακαριστοῦ προκατόχου ἡμῶν Πατριάρχου Δημητρίου.

Τήν συγκεκριμένην πρωτόβουλον ἐνέργειαν τοῦ μακαριστοῦ Πατριάρχου Δημητρίου ἠκολούθησε σειρά συναντήσεων διά τῆς συμμετοχῆς ἐκπροσώπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, θεολόγων καί ἐπιστημόνων-περιβαλλοντολόγων, εἰς Πάτμον ἔν ἔτει 1989, εἰς τό Ἱερόν Πατριαρχικόν καί Σταυροπηγιακόν Μετόχιον Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ἐν Ὁρμυλίᾳ Χαλκιδικῆς, ἐν ἔτει 1990, εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἀκαδημίαν Κρήτης, ἐν ἔτει 1991, καί εἰς τήν ἀναμένουσαν τήν ἐπαναλειτουργίαν αὐτῆς Ἱεράν Θεολογικήν Σχολήν τῆς Χάλκης, ἐν ἔτει 1992. Αἱ συναντήσεις αὗται συνετέλεσαν εἰς τήν εἰς βάθος συζήτησιν τῶν προβλημάτων τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ὑπό τό πρῖσμα κυρίως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Θεολογίας• εἰς τήν διατύπωσιν εὐκρινῶν θεωρητικῶν ἐννοιῶν• καί εἰς συγκεκριμένας προτάσεις καί εἰς τήν εἰσήγησιν τῆς ἀναγκαιότητος λήψεως συγκεκριμένων πρακτικῶν μέτρων ἀντιμετωπίσεως τῶν οἰκολογικῶν λεγομένων προβλημάτων.

Ἁπλῆ ἀναδίφησις εἰς τάς τότε ἐκδόσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου: «Ἡ Ὀρθοδοξία καί τό οἰκολογικόν πρόβλημα» (1991) καί «Γιά νά ζήσῃ ἡ Δημιουργία τοῦ Θεοῦ» (1992), μαρτυρεῖ καί καταδεικνύει τοῦ λόγου τό ἀληθές, δηλαδή τήν πρωτοποριακήν μέριμναν αὐτοῦ τε καί γενικῶς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός ἀντιμετώπισιν τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως.

Διαδεχθεῖσα ἡ ἡμετέρα Μετριότης τόν ἀλήστου μνήμης Πατριάρχην Δημήτριον εἰς τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον, ἐθέσαμεν ἤδη διά τοῦ ἐνθρονιστηρίου ἡμῶν λόγου ἀπό τῶν βαθμίδων τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου τήν 2αν Νοεμβρίου 1991 ὡς πρωταρχικῆς σημασίας τήν μέριμναν ἡμῶν διά τό περιβάλλον, καί μάλιστα ὡς ἄμεσον καί ἐπείγουσαν προτεραιότητα τῆς ἡμετέρας Πατριαρχικῆς διακονίας, οὕτως ὥστε τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νά εὐαισθητοποιῆται καθημερινῶς ὡς πρός τήν ἐπαπειλοῦσαν τόν κόσμον ὁλοκληρωτικήν καταστροφήν καί νά συνειδητοποιῇ αὐτήν, ἡ ὁποία δυστυχῶς συνεχίζει νά ἀπειλῇ τόν πλανήτην μας μέχρι  καί τῆς σήμερον.

Μεταξύ τῶν ποικίλων πρωτοβουλιῶν, αἱ ὁποῖαι ἐξ ἀρχῆς  σχεδόν τῆς Πατριαρχικῆς ἡμῶν θητείας ἀνεπτύχθησαν, ἦτο ἡ δημιουργία εἰδικῆς Θρησκευτικῆς καί Ἐπιστημονικῆς Ἐπιτροπῆς (1995) προστασίας τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος καί ἡ διοργάνωσις διαφόρων, ἱκανῶν τόν ἀριθμόν διεπιστημονικῶν - θρησκευτικῶν, ἐπιστημονικῶν καί περιβαλλοντικῶν- Συμποσίων μέχρι σήμερον.

Τοιουτοτρόπως, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον προσπαθεῖ διά τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτοῦ πνευματικῶν καί θεολογικῶν δυνάμεων καί τῆς δημιουργηθείσης ἐμπράκτως δυναμικῆς νά συμβάλῃ τό ἐπ᾿ αὐτό εἰς τόν πολυμέτωπον ἀγῶνα πρός διατήρησιν τοῦ ἐξελθόντος ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ πανσόφου Δημιουργοῦ καί περιβάλλοντος ἡμᾶς «λίαν καλοῦ» κόσμου.

Ὡς εἰκός, ἡ μέριμνα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διά τήν προστασίαν τοῦ περιβάλλοντος δέν ἐξαντλεῖται εἰς μίαν ἁπλῆν μόνον ἀκτιβιστικήν δραστηριότητα. Ὡς πνευματικός ὀργανισμός δέν διαθέτει τοῦτο ἀσφαλῶς τάς ἀπαιτουμένας κοσμικάς δυνάμεις καί τήν ἐξουσίαν διά νά ἀνακόψῃ τήν ἀλόγιστον καταστροφήν τοῦ περιβάλλοντος. Ἐκεῖνο ὅμως τό ὁποῖον δύναται νά προσφέρῃ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί εἰς τό ὁποῖον  καί ἔγκειται ἡ ἀποφασιστική συμβολή αὐτῆς εἶναι ἡ διαμόρφωσις ἑνός ἤθους ζωῆς καί ἡ προβολή μιᾶς θεολογικῆς θεωρήσεως τοῦ κόσμου. Τό ἦθος ἐκεῖνο, τό ὁποῖον, υἱοθετούμενον ὑπό τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν κοινωνιῶν, ἐμπνέει αὐτομάτως τόν σεβασμόν εἰς τό περιβάλλον καί ἐμποδίζει τήν ὑπερβολικήν χρῆσιν τῶν φυσικῶν πόρων, ἡ ὁποία μέ μαθηματικήν ἀκρίβειαν καί ἀθέλητον στοχοθέτησιν ὁδηγεῖ εἰς τήν καταστροφήν τοῦ περιβάλλοντος.

Ὑπό τό πρῖσμα τοῦ Ὀρθοδόξου τούτου ἤθους θά καταβληθῇ προσπάθεια ὑπό τοῦ ὁμιλοῦντος πρός προσέγγισιν τοῦ θέματος τῆς ἀειφορίας τῆς κτίσεως καί συγχρόνως τῆς διασφαλίσεως αὐτῆς ἀπό τῆς καταστροφῆς, ἵνα ὁ κόσμος ζῇ καί κινῆται, πάντοτε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἐν τῷ Ὁποίῳ «εἰρηνοβραβεύτως» «τό βασιλεύειν πέλει, τό ἁγιάζειν, τό κινεῖν τήν κτίσιν» (πρβλ. ἀναβαθμούς β΄ἤχου).

Σεβασμιώτατοι, Ἱερώτατοι, Θεοφιλέστατοι καί ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα ἐν τῷ κοινῷ Δημιουργῷ  Κυρίῳ καί Θεῷ καί Σωτῆρι ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, τῷ κατ᾿ εἰκόνα Ἑαυτοῦ δημιουργήσαντι ἕκαστον ἐξ ἡμῶν,

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὁμολογοῦσα εἰς τό Σύμβολον τῆς Πίστεως τήν πίστιν εἰς «ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητήν οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων», κηρύττει συγχρόνως πρός τούς πάντας τήν θεολογίαν περί τῆς ἱερότητος  τῆς τε ἀοράτου, δηλαδή τῆς ἀγγελικῆς καί ἁγίας, καί τῆς ὁρατῆς κτίσεως, τῆς ὑπό ἀνθρώπων, κατά μίμησιν τῆς ἀγγελικῆς εὐταξίας πλασθέντων καί  ὑμνούντων τόν Δημιουργόν καί Πλάστην αὐτῆς κατοικουμένης.
Ὁμιλοῦντες περί τῆς ἱερότητος τῆς δημιουργίας, τῆς ὁρατῆς καί τῆς ἀοράτου, καί δή περί τῆς ἀειφορίας τῆς ὁρατῆς δημιουργίας, περί τῆς ὁποίας ὁ λόγος, φρονοῦμεν ἐκ τῆς πνευματικῆς ἡμῶν ἐμπειρίας,  ὅτι αὕτη περικλείεται ἐμπραγμάτως εἰς μίαν καί μόνον λέξιν: τήν μεταμόρφωσιν.

Ἄς μή λησμονῶμεν δέ ὅτι ἡ ἑορτή τῆς Θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου ἐπί τοῦ Ὄρους Θαβώρ ὑποδεικνύει καί καταδεικνύει  τόν ἁγιασμόν καί τήν μεταμόρφωσιν τῆς ὑλικῆς κτίσεως, ἡ ὁποία δέχεται τό φῶς τοῦ μεταμορφωθέντος Κυρίου: «Ὁ φωτί σου ἅπασαν τήν οἰκουμένην ἁγιάσας», ψάλλει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατά τήν ἡμέραν ἐκείνην. Δηλαδή εἰς τήν μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου συμμετέχει καί ἡ κτίσις: «Σοῦ δέ Σωτήρ μεταμορφουμένου, τό Θαβώριον ὄρος φωτί ἐσκέπετο» (ἑσπέριον δοξαστικόν ἑορτῆς). Βεβαίως καί ἡ ὕλη, τά ἱμάτια τοῦ Χριστοῦ, «ἐγένοντο λευκά ὡς τό φῶς» καί τό πρόσωπον Αὐτοῦ «ὡς ὁ ἥλιος». Δηλαδή ἡ ὕλη, ἡ κτίσις, ἐδοξάσθη ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου, τήν ὁποίαν δόξαν οἱ Μαθηταί Αὐτοῦ εἶδον «καθώς ἠδύναντο».

Ἐπί πλέον, ὁ ἐκκλησιαστικός ὑμνῳδός παρουσιάζει τόν Προφήτην Δαυΐδ συγκαλοῦντα τήν κτίσιν πᾶσαν πρός εὐφροσύνην:  «Τήν σήν τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ προορώμενος, ἐν Πνεύματι διά σαρκός, πρός ανθρώπους ἐπιδημίαν, ὁ θεοπάτωρ Δαυΐδ, πόρρωθεν πρός εὐφροσύνην συγκαλεῖται τήν κτίσιν, καί προφητικῶς ἀνακράζει, Θαβώρ καί Ἑρμών ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀγαλλιάσονται». Ἡ κτίσις ἅπασα ὑμνεῖ τόν Κύριον: «Ὁ τοῦ φωτός διατμήξας τό πρωτόγονον χάος, ὡς ἐν φωτί τά ἔργα ὑμνεῖ σε Χριστέ, τόν Δημιουργόν». «Τό ἄδυτον φῶς, τοῦ Πατρός τό ἀπαύγασμα», τό Ὁποῖον ἔλαμψεν εἰς τό Θαβώρ ἐν τῇ ἀπροσίτω δόξῃ Αὐτοῦ, δέν ἐθέωσε μόνον τούς ἀνθρώπους, ἀλλά «ἐφαίδρυνε καί τήν κτίσιν»  πᾶσαν (τροπάριον η΄ ὠδῆς τῆς Μεταμορφώσεως).

Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Κύριος μέ τήν Μεταμόρφωσιν Αὐτοῦ, «τήν ἀμαυρωθεῖσαν ἐν Ἀδάμ φύσιν ἀπαστράψαι πάλιν πεποίηκε, μεταστοιχειώσας αὐτήν εἰς τήν τῆς θεότητος δόξαν τε καί λαμπρότητα», οὕτω καί «αὐτή ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. η΄, 21-22). Ἡ κτίσις δέχεται καί ἀντιπροσφέρει μίαν πρόγευσιν τῆς τελικῆς ἐξαναστάσεως. Εἰς τήν μεταμόρφωσιν ταύτην ἔγκειται ἡ ἀειφορία τῆς κτίσεως καί ἀπ᾿ αὐτῆς ἡ ἀειφορία τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ καί διά τοῦ Χριστοῦ.

Ἐν ἄλλοις λόγοις, ἡ μεταμόρφωσις τῆς κτίσεως ἀκολουθεῖ τήν μεταμόρφωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ὁ ἐξαγιασμός τῆς κτίσεως ἕπεται τῷ ἐξαγιασμῷ τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως. Καί ἡ κτίσις ὅμως καί ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι αὐτόφωτοι, ἀλλά δέχονται τό φῶς ἐκ τῆς Πηγῆς τοῦ φωτός, ἐκ τοῦ νοητοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἅγιος Μακάριος, εἷς ἀσκητής καί μελετητής τῆς φύσεως καί τῆς κτίσεως τοῦ Δημιουργοῦ, παρουσιάζει  καί ἐξηγεῖ  τήν σχέσιν μεταξύ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἁγιασμοῦ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως διά τῶν ἀκολούθων χαρακτηριστικῶν: «ὡς γάρ ἔσωθεν ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ οὖσα ἐφηπλώθη ἐπί τῷ σώματι Αὐτοῦ καί ἐξέλαμψε, τόν αὐτόν τρόπον κἄν τοῖς ἁγίοις ἡ ἔσωθεν οὖσα τοῦ Χριστοῦ δύναμις, ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἔξωθεν εἰς τά σώματα αὐτῶν ὑπερεκχεῖται».

Ἡ μεταμορφωτική δύναμις τοῦ θείου φωτός ἐπεκτείνεται εἰς ἅπαντα τόν κόσμον: «Φῶς ἀναλλοίωτον, Λόγε, Φωτός Πατρός ἀγεννήτου, ἐν τῷ φανέντι Φωτί σου σήμερον ἐν Θαβωρίω, Φῶς εἴδομεν τόν Πατέρα, Φῶς καί τό Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν κτίσιν» (Ἐξαποστειλάριον τῆς  ἑορτῆς τῆς Θείας Μεταμορφώσεως).

Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον ἐπιτυγχάνεται ἡ προστασία τῆς κτίσεως καί ἡ ἀειφορία της μέσῳ τῆς καλλιεργείας τοῦ ὀρθοδόξου ἤθους, ἀποδεικνύεται ἐμπράκτως καί μαρτυρεῖται κυρίως εἰς τήν ἀσκητικήν καί μοναχικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά τῆς βιωματικῆς πνευματικῆς καί θεολογικῆς ἐμπειρίας.

Βασικός στόχος, ὡς γνωστόν, τῆς Ὀρθοδόξου ἀσκητικῆς ζωῆς, τῆς «κατά μόνας» ζωῆς, εἶναι ἡ δοξολογία διά πάντων «ὧν ἴσμεν καί ὧν οὐκ ἴσμεν» τοῦ Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος. Μέ  τόν τρόπον αὐτόν, δηλαδή μέ τήν ἀπάρνησιν τοῦ θελήματος καί τῶν ἐπιθυμιῶν του, ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει μετά τήν πτῶσιν αὐτοῦ τήν τάσιν νά κυριαρχῇ εἰς τόν ἐξωτερικόν κόσμον διά τοῦ ἰδικοῦ του θελήματος καί νά τόν χρησιμοποιῇ πρός αὐτοϊκανοποίησίν του, διδάσκεται νά μή ἔχῃ ὡς κέντρον τῆς κτίσεως τόν ἑαυτόν του, τό «ἐγώ»  του, τά πάθη του. «Πόθεν πόλεμοι καί μάχαι ἐν ὑμῖν; Οὐκ ἐντεῦθεν, ἐκ τῶν ἡδονῶν ὑμῶν τῶν στρατευομένων ἐν τοῖς μέλεσιν ὑμῶν;», διερωτᾶται κατ᾿ ἐμπειρικήν ἀναγωγήν ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος (Ἰάκ. δ΄, 1-2).

Διά τῆς Ὀρθοδόξου ἀσκητικῆς ἐμπειρικῆς πρακτικῆς ταύτης ὄχι ἁπλῶς κυοφορεῖται ἀλλά δημιουργεῖται ἡ πλέον ἁρμονική σχέσις μεταξύ ἀνθρώπου καί φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει βαθεῖαν τήν αἴσθησιν ὅτι εἶναι ὁ κυρίαρχος τῆς κτίσεως, ἀλλά συγχρόνως δέν λησμονεῖ ὅτι ἔχει χρέος νά τήν ὑψώνῃ ἐνώπιον τοῦ Δημιουργοῦ αὐτῆς, ὡς ὁ ἱερεύς μέ τά Τίμια Δῶρα. «Τά σά ἐκ τῶν σῶν, Σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα», δεόμεθα καί παρακαλοῦμεν κατά τήν ὥραν τῆς Θείας ἀναφορᾶς καί τοῦ καθαγιασμοῦ καί τῆς μετουσιώσεως τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου εἰς Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, διά νά προσφέρωμεν ἐν συνεχείᾳ «τά πάντα», τόν Θεῖον Ἀμνόν καί τό «ἐκχυθέν ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» Κυριακόν Αἷμα, πρός ἅπασαν τήν κτίσιν «εἰς ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου» καί εἰς «βασιλείας οὐρανῶν πλήρωμα». Μόνον  τοιουτοτρόπως «νεουργεῖται ἡ πεπτωκυῖα  κτίσις». Οὕτω μόνον εἶναι δυνατόν «νά φθάσωμεν τόν Ἄφθαστον», ὁδηγούμενοι εἰς Αὐτόν ἀπό τῆς ὁρατῆς κτίσεως. «Ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων», προφητεύει ὁ βασιλεύς Δαυίδ, ὁ θεωρήσας  πνευματοκινήτως τήν κτίσιν καί ἀναχθείς ἐξ αὐτῆς καί δι᾿ αὐτῆς εἰς τόν Δημιουργόν. Διότι ἡ κτίσις ἀποτελεῖ ὁδηγόν θεογνωσίας, ὁδηγόν διδασκαλίας καί διδάσκει: τήν αὐτάρκειαν, τήν ἀνάστασιν, τό φιλόπονον, τό κοινωνικόν, τήν ἀμεριμνησίαν, τήν ἀποφυγήν τοῦ καλλωπισμοῦ καί, μέ ἕνα λόγον, τήν ἀειφορίαν.

Ὀφείλομεν εἰς τό σημεῖον τοῦτο νά ὑπομνήσωμεν πρός ἑαυτούς καί πρός ἀλλήλους, ὅτι ἐάν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀπαλλαγῇ ἐκ τῆς ἐπιθυμίας αὐτοῦ νά κυριαρχῇ ἐπί τῶν ἀδελφῶν του, δέν θά εὕρῃ ἀνάπαυσιν εἰς τόν κόσμον τοῦτον. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλαγῇ  ἐκ τῆς ἐπιθυμίας διά κυριαρχίαν ἐπί τῶν ἀδελφῶν του, τότε αὐτομάτως ἀπαλλάσσεται καί ἡ κτίσις ἐκ τοῦ κινδύνου τῆς καταχρήσεως αὐτῆς, ἐπειδή ἡ ἐπιθυμία διά κυριαρχίαν ἐπί τῶν ἀδελφῶν πραγματοποιεῖται συνήθως διά τῆς καταχρήσεως καί ὑπερχρήσεως τῆς κτίσεως καί τῶν πόρων αὐτῆς, προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά ὑπερκεράσῃ καί νά νικήσῃ τό πλησίον αὐτοῦ καί τά κράτη καί οἱ λαοί νά ἐπικρατήσουν εἰς βάρος ἄλλων κρατῶν καί λαῶν καί ἐθνῶν.

Ἰδιαιτέρως, ἐν τῷ  πλαισίῳ τούτῳ καί εἰς μαρτυρίαν τῆς κατά τά ἀνωτέρω βιουμένης «ἀειφορίας τῆς ζωῆς», πνευματικῆς καί ὑλικῆς,  πάντοτε, ἀλλά καί σήμερον, εἰς τάς ἁπανταχοῦ τῆς οἰκουμένης Ὀρθοδόξους Ἱεράς Μονάς ἡ ἁρμονία ζωῆς καί φυσικοῦ περιβάλλοντος εἶναι κανών, τύπος, βίωμα καθημερινόν.

Ἀναφερόμεθα εἰς τό ἀμέσως ὑπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον τελοῦν Ἅγιον Ὄρος, εἰς τό ὁποῖον βλέπομεν καί βιοῦμεν τήν ἀνάπτυξιν μιᾶς ἁρμονικῆς σχέσεως μεταξύ περιβάλλοντος καί ὀρθοδόξου μοναχοῦ. Εἰς τόν μοναδικόν αὐτόν φυσικόν καί συγχρόνως πνευματικόν χῶρον μέ τήν ὑπερχιλιετῆ αὐτοῦ ἱστορίαν, ἀποτελοῦντα καί σήμερον ἕν ἐξαιρετικόν θησαύρισμα καί τοπίον ἰδιαιτέρου φυσικοῦ κάλλους, οἱ μοναχοί βιώνουν εἰς τήν καθημερινότητά των τά ἐπέκεινα καί ἡ παραγωγική δραστηριότης των μεταβάλλεται εἰς ἕνα καρποφόρον διάλογον μέ τήν φύσιν.

Ἡ  παρατηρουμένη εἰσέτι καί σήμερον ὡραιότης καί ἁρμονία τῆς φύσεως καί τῶν οἰκιστῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους περιγράφεται ὑποδειγματικῶς ὡς πρότυπον καί πρός παραδειγματισμόν ἡμῶν τῶν συγχρόνων ὑπό τοῦ  Αὐστριακοῦ φιλολόγου Φράντς Σπούντα, ὅπως τό  ἐβίωσεν οὗτος εἰς τόν ἱερόν ἐκεῖνον τόπον, τό κατοικητήριον τῆς Παρθένου Μαρίας, κατά τήν ἐκεῖσε ἐπίσκεψιν αὐτοῦ ἐν ἔτει 1928: «Ἡ καρδιά μου εἶναι μαγεμένη ἀπό τή γοητεία τοῦ Ἄθω. Ὁλοένα καί πιό βαθειά δάση, ὁλοένα καί πιό διάφανη καί ὁλόφωτη ἀτμόσφαιρα. Μέ ἡδυπάθεια, πού μεγαλώνει ὥρα τήν ὥρα, τά στήθη σου ρουφᾶνε τῶν βοτανιῶν τό βάλσαμο καί τῆς μυρικιᾶς τό ἀρωματισμένο μῦρο, πού πέφτει σταλαματιά-σταλαματιά. Μπροστά μου ἔχω τώρα τό ἀσάλευτο καί φωτεινό πέλαγος, πού ἁπλώνεται πάλι ὀπίσω μου μέ ἀπεραντοσύνη ... Ὦ! Ὅραμα θεϊκό, πού θά μέ κυριαρχῇς ἑβδομάδες ὁλόκληρες! Τί γοητεία μέ συνεπῆρε μέ τήν πρώτη φορά, πού ἀνίδεος καί κατάπληκτος σέ ἀντίκρυζα! Πῶς νά παραβληθοῦν μαζί σου ὅλες οἱ ἄλλες μαγευτικές ὀμορφιές τῆς ἄλλης Χώρας; Τί ἀξίζουν μπροστά σου ὁ Ταΰγετος, ἡ Θήρα, ἡ μεγαλόπερεπη καί ὑποβλητική Κρήτη! Σιγή ἱερή ἁπλώνεται πάνω ἀπό τό τοπίο, σάν κάποιος ἀόρατος Ἄγγελος νά προστατεύῃ μέ τίς φτεροῦγες του τόπο καί πέλαγος. Ἄν ὁ Παράδεισος βρισκόταν κάπου ἐπάνω στή γῆ, ἐδῶ θά ἦταν ὁ τόπος του» (Franz Spunda, Τό Ἅγιον Ὄρος Ἄθως, μετάφρασις Μητροπολίτου Αὐστρίας Χρυσοστόμου Τσίτερ, Στάχυς, Τεῦχος 4-5, Ἰανουάριος-Ἰούνιος 1966, σελ. 94, 95).

Τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν εἴκοσιν Ἱερῶν Μονῶν  του, τῶν σκητῶν καί τῶν κελλίων καί τῶν καλυβῶν του, ἀλλά καί ἄλλων Ὀρθοδόξων Μονῶν ἐκτός Ἁγίου Ὄρους εἰς τήν Ἑλλάδα καί εἰς ἄλλας χώρας, ὅπως ἐπί παραδείγματι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς  τῆς Ἁγίας Σκέπης ἐν Σολάν τῆς γειτονικῆς σας  Γαλλίας, ἔνθα οἱ μοναχοί δίδουν μίαν ἰδιαιτέραν βαρύτητα εἰς τήν συνετήν «οἰκολογικήν» διαχείρισιν τῆς γεωργικῆς παραγωγῆς, ἀποδεικνύουν εἰσέτι ζωντανήν τήν παράδοσιν τῆς ἁρμονικῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς φύσεως, πηγάζουσαν ἀπό τῶν βυζαντινῶν χρόνων καί ἀπό τῆς παραδόσεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

Τήν ἁρμονίαν αὐτήν χαρακτηριστικῶς περιγράφει ὁ ἐκ Κωνσταντινουπόλεως λόγιος Μανουήλ Γεδεών ἐν ἔτει 1885: «ἐν ᾧ αἱ τοποθεσίαι, ἐφ᾿ ὧν εἰσιν ᾠκοδομημένα τά μοναστήρια τοῦ Ἄθω καί συνῳκισμέναι αἱ σκῆται ἔχουσί τι τό γραφικόν, οἱ ἀνεγείραντες ἐκεῖνα καί συνοικίσαντες ταύτας ἐγίνωσκον, ὡς καί γινώσκουσιν ἔτι, νά συνδυάζωσι φιλοκάλως καί κινοῦντες τήν ἔκπληξιν τοῦ περιηγητοῦ, τό σχῆμα καί τό μῆκος: καί τῶν κελλίων καί τῶν ναῶν, καί τῶν θόλων αὐτῶν καί τῶν ὀροφῶν τῶν παρεκκλησίων, καί τῶν κελλίων καί τῶν ἐξωστῶν καί τῶν κωδωνοστασίων καί τῶν ὑψηλῶν πύργων» (Μ. Γεδεών, Ὁ Ἄθως - Ἀναμνήσεις, Ἔγγραφα, Σημειώσεις, Πατριαρχικόν Τυπογραφεῖον, Κωνσταντινούπολις 1885, σελ. 16-18). Μέ τόν τρόπον αὐτόν ὁ  Φαναριώτης λόγιος καί ἱστορικός ἐκφράζει τό ἀρχιτεκτονικόν ἦθος τοῦ Ἄθω, ὅπου αἱ ἀνθρώπιναι ἐγκαταστάσεις ἐντάσσονται ἁρμονικῶς εἰς τό φυσικόν περιβάλλον, ἄνευ ἀλλοιώσεώς του. Μήπως ἡ αὐτή ἁρμονία δέν παρατηρεῖται καί εἰς τούς Βυζαντινούς Ἱερούς  Ναούς τῆς Κωνσταντίνου Πόλεως, ὡς  τούς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, τῆς τοῦ Θεοῦ Εἰρήνης, τοῦ συγκροτήματος τῆς Μονῆς Παντοκράτορος, τοῦ Παντεπόπτου, τοῦ Ἀκαταλήπτου, τῶν μέχρι σήμερον Ἱερῶν Ναῶν τῆς Παναγίας τῶν Μογγόλων καί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Κυπαρρισᾶ Ὑψωμαθείων, ἤ εἰς ἱστορικούς πάλαι Ναούς τῆς Τραπεζοῦντος, τῆς Νικαίας, τῆς Νικομηδείας καί ἐν γένει τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, τῆς βυζαντινῆς Θεσσαλονίκης; Τό Ἅγιον Ὄρος, κατάλοιπον καί συνέχεια τοῦ Βυζαντίου, συνεχίζει καί ἐν τούτῳ τό ἀκραιφνές ἐκεῖνο ὀρθόδοξον ἦθος τοῦ μέτρου, τῆς ἁρμονίας καί  τῆς συμπορείας ἀψύχου κτίσεως, ἐμβίων ὄντων καί τοῦ κυριεύοντος αὐτῶν, κατά θείαν ἐντολήν καί παραχώρησιν, «βασιλέως» τῆς κτίσεως ἀνθρώπου.

Οἱ Ὀρθόδοξοι μοναχοί καί οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί μεριμνῶμεν καί πρέπει νά μεριμνῶμεν πάντοτε νά ὑπάρχῃ συμμετρία μεταξύ ἀναγκῶν καί χρήσεως,  μεταξύ τῶν ἀγαθῶν καί τοῦ χώρου, κατά τήν  προτροπήν καί τόν κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου:  «Ἐγκρατείας δέ ὁ κάλλιστος ὅρος καί κανών οὗτος ἔστω, τό μήτε πρός τρυφήν, μήτε πρός κακοπάθειαν τῆς σαρκός βλέπειν, ἀλλά φεύγειν ἐν ἑκατέρῳ τήν ἀμετρίαν... Ἔστω τοίνυν ἡ χρῆσις τῇ χρείᾳ σύμμετρος» (PG 31, στ. 876-877).

Διά ταῦτα πάντα εἰς τόν Ὀρθόδοξον μοναχισμόν, ἡ ἐκμετάλλευσις, ἐπί παραδείγματι -διά νά ἀναφερθῶμεν μόνον εἰς τοῦτο δειγματοληπτικῶς- τῶν δασῶν, μιᾶς ἐκ τῶν βασικωτέρων προσόδων τῆς παγκοσμίου οἰκονομίας, γίνεται μέ βάσιν τήν ἀρχήν τῆς ἀειφορίας, ἤτοι τῆς ἀπολήψεως καί ἐκμεταλλεύσεως τῶν δασικῶν προϊόντων, ἄνευ καταστροφῆς τῶν φυσικῶν πόρων.

Ἡ παράδοσις αὕτη δέν εἶναί τι τό νεκρόν ἤ εἷς τύπος τοῦ παρελθόντος, ὅταν ἀκόμη δέν εἶχον ἐξελιχθῆ εἰς τό σημερινόν ἐπίπεδον καί τήν ἐνεστῶσαν πρόοδον ἡ τεχνολογία καί αἱ ἐπιστῆμαι. Ὑπῆρξεν ἀνέκαθεν ἡ παράδοσις αὕτη τό πρότυπον ἁρμονίας ἀνθρώπου καί φύσεως. Τό πρότυπον καί ἡ πρακτική αὐτή ἀρκεῖ  διά τήν ἀντιμετώπισιν τῆς πρωτοφανοῦς οἰκολογικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία, μαζί μέ τήν πυρηνικήν ἀπειλήν, ἀποτελοῦν τάς δύο σοβαρωτέρας ἀπειλάς διά τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος.

Ὁ βιούμενος εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν  μοναχισμός, ὡς τρόπος ζωῆς  ὑποδεικνύει τόν τρόπον διασφαλίσεως τῆς προστασίας τοῦ περιβάλλοντος ἡμᾶς κόσμου. Εἶναι  ἀσφαλῶς ὁ πνευματικός φάρος δι᾿ ἕνα ἰδανικώτερον, ἁπλούστερον, λιτώτερον, αὐθεντικώτερον τρόπον ζωῆς.

Εἶναι ἀπαραίτητον ὁ ἄνθρωπος, ἐάν θέλῃ νά ἐπιλύσῃ τό λεγόμενον οἰκολογικόν πρόβλημα, νά ἀλλάξῃ στάσιν καί νοοτροπίαν καί νά υἱοθετήσῃ μίαν θεώρησιν, ἡ ὁποία θά ἔχῃ θεμέλιον καί βάσιν τήν ἐγκράτειαν, τήν προσεκτικήν χρῆσιν τῶν προϊόντων τῆς φύσεως καί τήν στοργικήν μέριμναν διά τήν διατήρησιν τῆς ἰσορροπίας τοῦ περιβάλλοντος. Ἡ νοοτροπία αὐτή ὀφείλει νά ἀποτελέσῃ τό ἀντίβαρον εἰς τήν νοοτροπίαν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἐκμεταλλεύεται τήν φύσιν καί τούς πόρους αὐτῆς κατά ληστρικόν καί βίαιον τρόπον, ὁδηγοῦντα εἰς τόν πλήρη ἀφανισμόν τῶν θείων  καί ζωοπαρόχων τούτων πόρων.

Διά συντόνων προσπαθειῶν ὅλων τῶν φορέων, μέ ὑπομονήν καί ἐπιμονήν, μέ συνεχῆ πειθώ καί συνεργασίαν, μέ ἀλλαγήν στάσεως ζωῆς καί νοοτροπίας, εἶναι δυνατόν νά καταστῇ ὁ πλανήτης, ὁ  κόσμος, καί πάλιν τόπος ἀπολύτου ἁρμονίας ἀνθρώπου καί φύσεως, ὅπου τό φυσικόν καί τό ἀνθρωπογενές περιβάλλον θά ἀλληλοπεριχωρῶνται.

Καί ἐφ᾿ ὅσον ὁ λόγος περί τῆς ἀειφορίας τῆς ζωῆς καί τῆς διαφυλάξεως καί τῆς προστασίας τοῦ περιβάλλοντος, κατακλείομεν τόν λόγον μέ δύο ἐπισημάνσεις: τήν Πατερικήν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Θαύμαζέ σου τόν Δεσπότην ἀπό τῆς κτίσεως. Εἰ δέ τί σε ὑπερβαίνει τῶν ὁρωμένων, [...] καί διά τοῦτο δόξασον τόν ποιήσαντα, ὅτι ὑπερβαίνει σου τήν κατάληψιν ἡ σοφία τῶν γινομένων» (Εἰς τούς Ἀνδριάντας ΙΒ’, P.G. 49,130)• τήν Βιβλικήν τοῦ βιβλίου Βασιλειῶν Γ΄: «ἰδού παρελεύσεται Κύριος. Καί πνεῦμα μέγα κραταιόν διαλῦον ὄρη καί συντρίβον πέτρας ἐνώπιον Κυρίου, [...] καί μετά τό πνεῦμα συσσεισμός, οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ Κύριος• καί μετά τόν συσσεισμόν πῦρ, οὐκ ἐν τῷ πυρί Κύριος • καί μετά τό πῦρ", λοιπόν, ἀδελφοί καί τέκνα, φωνή αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος» (πρβλ. Βασιλ. Γ΄, 19, 11-12).

Τά ἀνωτέρω ἀπό μέρους τῆς ἡμετέρας Μετριότητος καί ἀπό τῆς φωνῆς τῶν αἰώνων τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.  Ταῦτα περί τῆς ἀειφορίας τῆς ζωῆς καί τῆς προστασίας τῆς κτίσεως τοῦ Δημιουργοῦ, ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ.
Ἄς ἐξαγάγωμεν ὁ καθείς τά συμπεράσματά του καί ἄς χαράξωμεν γραμμήν πορείας καί στοχοθεσίαν.

Σᾶς εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν μέ τήν ὁποίαν μᾶς παρηκολουθήσατε.
Ἡ Χάρις τοῦ Δημιουργοῦ τῶν πάντων Θεοῦ, τοῦ ἀεί προνοοῦντος καί ἀειφοροῦντος, καί τό πλούσιον Αὐτοῦ Ἔλεος εἴησαν μετά πάντων ὑμῶν.  Ἀμήν.

15.5.14

Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου: ΑΕΙΦΟΡΙΑ, ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΣ ΚΑΙ ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ. ΕΚΚΛΗΣΙΣ ΔΙΑ ΜΙΑΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΝ ΗΘΙΚΗΝ ΕΞ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΠΟΨΕΩΣ

ΟΜΙΛΙΑ
ΤΗΣ Α.Θ.ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ κ.κ.ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΝ ΒΕΡΟΛΙΝΩι ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ
ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΝ ΝΑΟΝ (BERLINER DOM)
(14 Μαΐου 2014)


Σεβασμιώτατε Ἐπίσκοπε κύριε Nikolaus Schneider, Πρόεδρε τοῦ Συμβουλίου τῆς ἐν Γερμανίᾳ Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας,
Sehr geehrte Frau Präses Dr. Schwaetzer,

Ἱερώτατε ἀδελφέ Μητροπολῖτα Γερμανίας καί Ποιμενάρχα τῆς Θεοσώστου ταύτης Ἐπαρχίας κύριε Αὐγουστῖνε,
Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἀδελφοί ἐν Χριστῷ,
Ἀδελφαί καί ἀδελφοί ἐν Χριστῷ,

Ἡ  Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει ἀγαπητικῶς  τήν ἐν σοφίᾳ Θεοῦ δημιουργηθεῖσαν, διά τοῦ λόγου Aὐτοῦ μόνον, διά τοῦ ἁπλοῦ, καί καθοριστικοῦ συγχρόνως, «γενηθήτω», κτίσιν. Διό καί «πᾶσα ἡ κτίσις ἠλλοιοῦτο φόβῳ, θεωροῦσα σε (τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου καί Υἱόν τοῦ Θεοῦ) ἐν Σταυρῷ [...] ὁ ἥλιος ἐσκοτίζετο καί γῆς τά θεμέλια συνεταράττετο» (Ἀπόστιχον Ἱερᾶς Ἀκολουθίας Ὄρθρου Ἁγίας καί Μεγάλης Πέμπτης).

Πρίν ἤ εἰσέλθωμεν ὅμως εἰς τήν ἔκθεσιν ἐνώπιόν σας, τοῦ  ἐκλεκτοῦ ἀκροατηρίου τούτου, ὀλίγων σκέψεων, θέσεων,  ἐκτιμήσεων ἀλλά καί πρωτοβουλιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς ἡμετέρας Μετριότητος προσωπικῶς ὅσον ἀφορᾷ εἰς τό ὑπό θεώρησιν θέμα καί προβῶμεν εἰς τήν ἀπό ἡμετέρας Ὀρθοδόξου πλευρᾶς ἐκτίμησιν περί μιᾶς οἰκολογικῆς ἠθικῆς, ἐκφράζομεν τάς θερμάς ἡμῶν εὐχαριστίας διά τήν τιμήν νά ἀπευθυνθῶμεν ὑμῖν ἀπό τοῦ βήματος τούτου καί ἐπιθυμοῦμεν, ἐν πρώτοις, νά ἀναφερθῶμεν δι᾿ ὀλίγων εἰς τόν Θεσμόν, τόν ὁποῖον ἐκπροσωποῦμεν καί διακονοῦμεν, τήν πρωτόθρονον ἐν τῇ Μιᾷ καί Ἑνιαίᾳ Ὀρθοδοξίᾳ Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον.

Ἐκπροσωποῦμεν, λοιπόν, ἐνώπιόν σας ἕνα πολιόν εὐρωπαϊκόν θεσμόν, ἡλικίας δεκαεπτά περίπου αἰώνων. Ὅσοι ὑπηρετοῦμεν τόν Θεσμόν τοῦτον θά ἤμεθα ἐλάχιστα εὐτυχεῖς ἐάν ἡ διακονία ἡμῶν ἐξηντλεῖτο εἰς ρόλον ἀνάλογον πρός αὐτόν τόν ὁποῖον ἀναλαμβάνουν οἱ φύλακες ἑνός μουσείου. Ἡ τιμή τῆς ὑποδοχῆς ἡμῶν ὑφ᾿ ὑμῶν σήμερον ἐνταῦθα, εἰς τήν ἐν Βερολίνῳ ἕδραν τῆς ἐν Γερμανίᾳ Εὐαγγελικῆς Ἐκκλησίας, πιστεύομεν ὅτι ἀφορᾷ ὄχι ἁπλῶς  εἰς τήν ἱστορικότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Νέας Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά κυρίως εἰς τήν παράδοσιν τῆς οἰκουμενικότητος αὐτοῦ. Δηλαδή εἰς μίαν συνεχῆ καί συνεπῆ καί ἐνεργόν ἀνά τούς αἰῶνας μέχρι καί σήμερον μαρτυρίαν καί πρότασιν μέ οἰκουμενικήν (διεθνῆ ἕως καί πανανθρωπίνην) ἐμβέλειαν, ἐκτεινομένην καί μέχρι τῆς συστεναζούσης καί συνωδινούσης μετά τοῦ ἀνθρώπου κτίσεως.
Ὁ ἄνθρωπος, διά τόν ὁποῖον ἐπλάσθη ἡ κτίσις, ὁ ἐπίγειος παράδεισος, δυστυχῶς παρήκουσε τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ «ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν» (πρβλ. Γεν. β΄ 15), καί ἀντί τούτου διά τῆς ἀπληστίας του τήν καταστρέφει, τήν «φοβίζει» «εἰς τό ἐκβλύζειν καρπούς», συσκοτίζει τόν ἥλιον διά τῶν ἐπιστημονικῶν πειραμάτων του καί συνταράττει τά θεμέλια τῆς γῆς. Θά ἐπανέλθωμεν ὅμως κατωτέρω ἐπί τῆς ἀναγκαιότητος καί συγχρόνως ὑποχρεώσεως  τοῦ ἀνθρώπου τοῦ  «ἐργάζεσθαι» καί «φυλάσσειν» τήν κτίσιν.

Ἐπί χίλια περίπου  ἔτη (333-1453), εἰς τήν τότε χριστιανικήν οἰκουμένην, ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Νέας Ρώμης, πρώτης τῶν πόλεων καί κατ᾿ ἐξοχήν Πόλεως, εἶχε τήν σταυρικήν κεντρικήν εὐθύνην διακονίας τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανικῶν κοινωνιῶν τῆς τότε Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Δηλαδή, νά διαφυλάττῃ ἀρραγές τό θεμέλιον κοινοῦ πολιτισμοῦ καί ποιότητος τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Μετά τό ἔτος 1453, ὁ ρόλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου δέν περιωρίσθη, ὡς νομίζεται καί λέγεται καί γράφεται ὑπό τινων. Ἐσυνεχίσθη καί πάλιν καί συνεχίζεται μέχρι σήμερον οἰκουμενικός εἰς τήν πρακτικήν καί ἐνεργόν ζωήν εἰς πάντας τούς τομεῖς τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως καί τοῦ περιβάλλοντος ἡμᾶς κόσμου, μέ κέντρον πάντοτε τό εὖ ζῆν ἐπιγείως, καί τήν σωτηρίαν, αἰωνίως, τοῦ ἀνθρώπου. Ρόλος, λοιπόν, καί στάσις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἦτο, εἶναι καί θά εἶναι νά ὁδηγήσῃ τήν ἀμαυρωθεῖσαν διά τῆς πτώσεως εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπον, εἰς τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Νά ἀποκαταστήσῃ δηλαδή «τά πάντα» εἰς τό «ἀρχαῖον κάλλος».

Εἰς τήν κατεύθυνσιν ταύτην καί εἰς τόν συγκεκριμένον τοῦτον στόχον ἀποβλέπουν ὅλαι αἱ ἐνέργειαι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὡς ἐκ τούτου δέ διεμορφώθη ἕν Ὀρθόδοξον ἦθος καί ἕν πρωτεῖον διακονίας τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, παγκοσμίως καί οἰκουμενικῶς ἀναγνωριζόμενον, τιμώμενον καί ἐν τῇ πράξει ἐνεργούμενον. Τοῦτο δέν εἶναι ἀξίωμα, ἀλλά εὐθύνη. Δέν συνιστᾷ ἐξουσίαν ἀλλά διακόνημα τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου, τοῦ ἐνεργοποιοῦντος τό συνοδικόν σύστημα ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανοσύνης, τοῦ συγκαλοῦντος Ἁγίας καί Μεγάλας Συνόδους καί προεδρεύοντος αὐτῶν. Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί ὁ προκαθήμενός του ὑπηρετοῦν, διακονοῦν, προσφέρουν, κενοῦνται διά τόν ἄνθρωπον, διά τόν κόσμον, διά τήν ἀνθρωπότητα, διά τήν «κτίσιν πᾶσαν».

***

Ἡ οἰκολογική κρίσις τῆς ἐποχῆς μας, ἐκλεκτοί ἀκροαταί, δέν ἀποτελεῖ μεμονωμένον φαινόμενον, οὔτε εἶναι ὀρθόν νά ἐξετάζηται καί νά ἀντιμετωπίζηται αὐτοτελῶς. Ἡ οἰκολογική κρίσις ἐμφανίζεται ὡς μετάστασις τῆς ἠθικῆς, κοινωνικῆς καί πνευματικῆς κρίσεως ἀπό τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν κτίσιν. Ὡς ἐκ τούτου δέ οἱαδήτις θεώρησις καί ἀντιμετώπισις τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως καί τῶν συνεπειῶν αὐτῆς χωρίς ἄμεσον ἀναφοράν καί σύνδεσιν μέ τήν κρίσιν τοῦ ἀνθρώπου εἰς τά διάφορα ἐπίπεδα τῆς ζωῆς του εἶναι καί παραμένει ἀτελής καί μετέωρος.

Ἡ ἀρχή τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως, ἡ ὁποία προεβλήθη καί ἐκυριάρχησε μετά τόν Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον εἰς τόν κόσμον τῆς Δύσεως, διά νά μεταδοθῇ βαθμηδόν καί εἰς ὁλόκληρον τόν κόσμον, ἐπεσκίασε βασικάς ὑπαρξιακάς ἀνάγκας, ἤμβλυνε τά πνευματικά αἰσθητήρια καί ὡδήγησε τόν ἄνθρωπον εἰς ψυχικόν καί πνευματικόν λιμόν. Ἐχρειάσθησαν ἀρκεταί δεκαετίαι διά νά κατανοήσῃ ὁ κόσμος ὅτι ἡ μονομερής οἰκο­νομική ἀνάπτυξις ὄχι μόνον δέν ἐξασφαλίζει τήν εὐτυ­χίαν του ἀλλά καί ἔχει σοβαράς ἀρνητικάς ἐπιπτώσεις εἰς τήν πνευματικήν αὐτοῦ ὁλοκλήρωσιν, εἰς τήν ποιότητα τῆς ζωῆς του ἀλλά καί  εἰς αὐτήν ταύτην  τήν ἐπιβίωσίν του.

***

 Ὡς ἀσφαλῶς γνωστόν εἰς τήν ἀγάπην σας, ἡ Παγκόσμιος Διάσκεψις τοῦ Ρίο (1992) διεκήρυξε τήν ἀρχήν τῆς βιωσίμου ἤ ἀειφόρου ἀναπτύ­ξεως καί ἠμφεσβήτησεν ἐπισήμως, διά πρώτην φοράν, τό ἰδεολόγημα τῆς μονοδιάστατου οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως. Τεκμηριοῦται δέ τοιουτοτρόπως καί ἐπιστημονικῶς, ὅτι «ταυτόχρονα ἡ ἀμφισβήτηση αὐτή συνεπάγεται καί τήν ἔμμεση ἀμφισβήτηση τῆς μονοδιάστατης ἠθικῆς τῆς ἀναπτύξεως. Ἄν ὕψιστο ἀγαθό δέν εἶναι πιά ἡ οἰκονομική ἀνάπτυξη, ἀλλά ἡ βιώσιμη οἰκονομική ἀνάπτυξη, ἀντίστοιχα καί ἡ ἠθική πρέπει νά προσαρμοσθεῖ σέ αὐτήν» (βλ. καί Γ. Μαντζαρίδου, Παγκοσμιοποίηση καί παγκοσμιότητα. Χίμαιρα καί ἀλήθεια, Θεσ­σα­λονίκη 2001, σελ 138). Ἀσφαλῶς καί δέν ἐπιτρέπεται νά θυσιάζωνται τά πάντα εἰς τόν βωμόν τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως, οὔτε νά σπαταλῶνται μή ἀνανεώσιμα ἤ σπάνια ἀγαθά, τά ὁποῖα θά εἶναι ἀπαραίτητα διά τήν ἐπιβίωσιν τῶν ἐπερχομένων γενεῶν.

 Ἀτυχῶς, ὅμως, ἡ ἀνωτέρω ἀμφισβήτησις δέν διεκηρύχθη εὐθέως καί εὐθαρσῶς ἀλλά ἔγινεν ἐμμέσως καί σιωπηρῶς. Ἀλλά καί ἡ ἐφαρμογή τῆς ἀρχῆς ταύτης δέν ὑπῆρξεν ἄμεσος οὔτε ἀρκούντως συνεπής. Αὐτό ἀποδεικνύεται ἐκ τῆς ἐν συνεχείᾳ ἐξελίξεως τῶν πραγμάτων. Αἱ δύο παγκόσμιοι διασκέψεις, αἱ ὁποῖαι ἠκολούθησαν, ἐν Κιότο τό 1997 καί ἐν Χάγῃ τό 2000, ἐπεβεβαίωσαν τήν ἀσυνέπειαν ταύτην. Τά οἰκονομικά συμφέροντα τῶν ἰσχυρῶν ἐφαλκίδευ­σαν τήν ἐφαρμογήν τῶν ἐπιβαλλομένων μέτρων καί τήν ποθουμένην ὑπό πάντων προοπτικήν τῆς ἀειφόρου ἀναπτύξεως.

Ὡς ἀειφόρος ἤ βιώσιμος ἀνάπτυξις θεωρεῖται ἐκείνη ἡ ὁποία διατηρεῖ τήν ἰσορροπίαν τῆς φύσεως καί συγχρόνως καλύπτει τάς ἀνθρωπίνους ἀνάγκας τοῦ παρόντος, χωρίς νά ἐξαντλῇ τό περιβάλλον καί  νά διακινδυνεύῃ τήν δυνατότητα τῆς καλύψεως τῶν ἀναγκῶν τῶν μελλουσῶν γενεῶν.

Ἤδη ὅμως ἀναφύονται δύο βασικά ἐρωτήματα: Ποῖαι εἶναι αἱ ἀνθρώ­πιναι ἀνάγκαι, καί κατά πόσον ἡ κάλυψις τῶν οἰκονομικῶν ἀναγκῶν συνεπάγεται καί κάλυψιν ὅλων τῶν οὐσιαστικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου; Μήπως ἡ τοποθέτησις τοῦ κέντρου βάρους  εἰς τήν οἰκονομικήν κερδοφορίαν βλάπτει ἤ καί ἀφανίζει τήν πραγματικήν ἀειφορίαν; Μήπως, τέλος, τό ἀποκλειστικόν ἐνδιαφέρον διά τήν κάλυψιν τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου ἀφήνει ἀκαλύπτους τάς πνευματικάς  αὐτοῦ ἀνάγκας;

Αἱ ἀνάγκαι τοῦ ἀνθρώπου συνδέονται μέ τάς βιολογικάς καί τάς πνευ­ματικάς λειτουργίας του. Εἶναι δυνατόν νά περιορίζωνται εἰς τάς ἀπαραιτήτους, ἀλλά ἠμποροῦν καί νά ἐπεκτείνωνται καί εἰς περιττάς ἤ ἀκόμη καί εἰς φανταστικάς. Ἠμποροῦν νά καλύπτωνται μέ λιτότητα ἀλλά δύνανται καί νά ἱκανοποιῶνται μέ τρυφηλότητα παραμένουσαι καί πάλιν ἀκόρεστοι. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει  καί προτρέπει τούς χριστιανούς εἰς τήν Α΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολήν του: «Ἔχοντες δέ διατροφάς καί σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. ς΄, 8).

Σήμερον, βεβαίως, αἱ ἀνάγκαι τῶν ἀνθρώπων δέν περιορίζονται ἀσφαλῶς μόνον εἰς διατροφάς καί εἰς σκεπάσματα. Εἰς τήν σύγχρονον κοινωνίαν οἱ ἄνθρωποι ἐδημιούργησαν πολύ περισσοτέρας καί πολυπλοκωτέρας ἀνάγκας, αἵτινες συχνάκις ὑπερκαλύπτονται μέ ἀφθονίαν. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως καί πάλιν αἰσθανόμεθα ἐνδεεῖς καί ἄποροι. Διότι εἴμεθα ἄπληστοι. Διαθέτομεν ἄφθονα ὑλικά ἀγαθά καί πρωτογνώρους εὐκολίας -τήν στιγμήν μάλιστα καθ᾿ ἥν ἕν ἕτερον μέγα μέρος τῆς ἀνθρωπότητος πένεται- ἀλλά δέν αἰσθανόμεθα εὐτυχέστεροι. Μᾶλλον εἴμεθα ἀκόρεστοι. Εἴμεθα δυστυχεῖς.  Ἀνακύπτει δέ, κρίνομεν, εὐλόγως τό ἐρώτημα. Διατί συμβαίνει  αὐτό;

Δύο εἶναι, νομίζομεν, αἱ αἰτίαι τοῦ φαινομένου τούτου. Πρώτη ἡ πλεονεξία τοῦ ἀνθρώπου καί δευτέρα ἡ παραθεώρησις τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου, δηλαδή τῆς ψυχῆς, τῆς καρδίας καί τοῦ πνεύματός του. Οἱ ἄνθρωποι βλέπομεν καί ἐπιθυμοῦμεν τήν ὕλην μόνον καί ὄχι τό πνεῦμα. Λησμονοῦμεν καθ᾿ ἡμέραν τό Πατερικόν βίωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφραζόμενον διά τῶν λόγων τοῦ σοφοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ: «ὅτε τόν τάφον οἰκήσωμεν τότε τόν κόσμον κερδήσωμεν» (Ὀρθόδοξος Νεκρώσιμος Ἱερά Ἀκολουθία εἰς ἱερεῖς). Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁμιλεῖ διά τόν κόσμον, ὁ ὁποῖος ὀφείλει νά εἶναι ἀληθής κόσμος διά τόν ἄνθρωπον, ὄχι ἀφανιζομένη καί ἐξαφανιζομένη ὕλη καί ἀπόλαυσις ἀλλά κόσμος παραμόνιμος πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καί καρδίας νηφούσης καί γρηγόρου νοός καί κεκαθαρμένων καί σωφρόνων λογισμῶν (πρβλ. Ἀντιόχου μοναχοῦ τοῦ Πανδέκτου, Εὐχή εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν), δηλαδή κόσμος θεωρίας καί πράξεως, ἐν ἀγάπῃ ἐνεργουμένων. Αὐτό καί μόνον αὐτό εἶναι τό ἀληθές κέρδος, τό ὁποῖον προβάλλει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησίας ὡς κεντρικήν ἀφετηρίαν καί διά τό λεγόμενον οἰκολογικόν πρόβλημα. Δηλαδή διά τῆς στηρίξεως εἰς τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ καί εἰς τήν διηνεκῆ καί ἀπαράθραυστον μνήμην τῶν κριμάτων Αὐτοῦ.

 Διά τῆς ἀποθεώσεως ὅμως τοῦ καταναλωτισμοῦ καί τῆς «κοινωνίας τῆς ἀφθο­νί­ας» ἐκαλλιεργήθησαν τά πάθη τοῦ φθόνου, τοῦ μίσους, τῆς πλεονεξίας, τῆς ἀδικίας. Λησμονεῖται ἤ μένει μόνον εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν, ὡς ἁπλοῦς θεωρητικός λόγος, τό «δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπί τῆς γῆς» (Ψαλμ. Ἠσ. κς΄ 9), καθώς καί ὁ μακαρισμός τοῦ Κυρίου: «μακάριοι οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοί χορτασθήσονται» (Ματθ. ε΄ 6). Ἐπιγραμματικῶς λέγομεν ὅτι ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα τοῦ ἀνθρώπου «χορταίνονται» μόνον διά τῆς δικαιοσύνης. 

Ὁ νεωτερικός καί μετανεωτερικός ἄνθρωπος ἔπαυσε νά ἐπιθυμῇ ὅσα χρει­ά­ζεται καί ἐπίστευσεν ὅτι χρειάζεται ὅσα ἐπιθυμεῖ. Καί ἐπειδή ἡ ἀνθρωπίνη ἐπιθυμία διά ἀπόλαυσιν καί διά στιγμιαίαν δόξαν, παρερχομένην καί μαραινομένην, ἀτυχῶς, ὡς «ἄνθος χόρτου», εἶναι ἀκόρεστος, ἐπί πλέον δέ ὑποδαυλίζεται διαρκῶς ὑπό τῶν κερδοσκοπικῶν διαφημίσεων καί τῶν οἰκονομικῶν ἀνταγωνισμῶν, ἡ «κοινωνία τῆς ἀφθονίας» -ἐτυμολογικῶς σημαίνει «κοινωνίαν χωρίς φθόνον»- μεταλλάσσεται νο­μο­τελειακῶς  εἰς «κοι­νωνίαν τοῦ φθόνου».
 Ἐντός τῆς κοινωνίας τῆς ἀφθονίας, ὁ φθόνος καί ἡ πλεονεξία δημιουργοῦν μίαν μεγάλην καί ἀκατάπαυστον ἔντασιν μέ μίση καί ἀντα­γωνισμούς, μέ πάθη καί ὑποβλέψεις, μέ περιθωριοποίησιν τῶν ἀξιῶν, καί, τέλος, μέ τόν ἀ-σεβασμόν καί τήν καταπάτησιν καί περιφρόνησιν τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου. Τό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου ταυτίζεται μέ τό ἔχειν του καί ἡ ἀξία του ὑπολογίζεται μέ μέτρον τήν περιουσίαν του, τήν ὕλην, ἡ ὁποία εἶναι γῆ καί εἰς τήν γῆν παραμένει.

Ἡ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας ἰδιαιτέρως ἐκφράζει καί σκοπεῖ πρός τήν ἀλήθειαν ταύτην, ἡ ὁποία, ἐάν κατανοηθῇ εἰς μῆκος καί πλάτος, εἰς βάθος καί ὕψος, μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τό πραγματικόν οἰκολογικόν ἦθος: «Ἐπειδή πάντες πρός τήν αὐτήν κατεπειγόμεθα μονήν, καί τόν αὐτόν ὑποδυσόμεθα λίθον, καί αὐτοί κόνις μετ᾿ ὀλίγον ἐσόμεθα...· τοιοῦτος γάρ ἡμῶν ὁ βίος· τοῦτο ἐπί γῆς παίγνιον· οὐκ ὄντας γενέσθαι, καί γενομένους ἀναφθαρῆναι· ὄναρ ἐσμέν οὐχ ἱστάμενον· φύσημά τι μή κρατούμενον· πτῆσις ὀρνέου παρερχομένου· ναῦς ἐπί θαλάσσης ἴχνος οὐκ ἔχουσα...» (βλ. τροπάριον Ὀρθοδόξου Νεκρωσίμου Ἱερᾶς Ἀκολουθίας εἰς ἱερεῖς).

Ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἰδίᾳ οἱ χειριζόμενοι τάς τύχας τῶν λαῶν καί οἱ κληθέντες νά εἶναι ὁδηγοί αὐτῶν, πολιτικοί, πνευματικοί, ἐκκλησιαστικοί, ἐπιστήμονες, ἐπιθυμοῦν νά ὑπερέχουν τῶν ἄλλων καί ἀγωνίζονται νά τό ἐπιτύχουν ἀγνοοῦντες τόν Θεόν καί τήν κρίσιν Αὐτοῦ, μέ ἀνθρώπινα κυρίως μέτρα καί ἐνεργείας οὐχί πάντοτε συμφώνους πρός τά ἐπιτάγματα τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ἄνθρωποι λησμονοῦμεν ἐν τῇ πράξει τόν «ἐλαφρύν ζυγόν» τῆς ἀγάπης τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖον ὀφείλομεν νά φέρωμεν πρωτίστως οἱ χριστιανοί.

***

Εἶναι ζοφερά πραγματικότης καί διαπίστωσις ὅτι κατά τήν ἐνεστῶσαν παγκόσμιον συγκυρίαν μέ τήν μεγάλην οἰκονομικήν κρίσιν καί τήν φοβεράν ἀνεργίαν, αἱ προσπάθειαι καί αἱ ἀγωνίαι τοῦ ἀνθρώπου προσλαμβάνουν δραματικόν καί ἐνίοτε τραγικόν χαρακτῆρα, ὅταν μάλιστα ἀπουσιάζῃ τό ἀπαραίτητον πνευματικόν ἀντίβαρον.

Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας ὑπεβάθμισε τόν νοῦν του καί ὑπερύψωσε τήν λογικήν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μίαν ἐπί μέρους λειτουργίαν τοῦ νοός. Ὁ νοῦς ὅμως εἶναι ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς. Εἶναι τό ὄργανον μέ τό ὁποῖον ἡγεμονεύει καί ἠμπορεῖ νά ἡγεμονεύῃ  ἐπί τῶν αἰσθήσεών του, νά εἰσδύῃ εἰς τόν ψυχικόν του κόσμον καί νά ἐπεκτείνηται εἰς τόν ὑπεραισθητόν κόσμον. Αὐτόν, λοιπόν, τόν ἡγεμόνα νοῦν ὑπεβάθμισεν ὁ ἄνθρωπος καί τόν κατέστησεν ὑπηρέτην τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων καί ὄργανον ἱκανοποιήσεως ὑλικῶν ἀναγκῶν καί αἰσθησιασμοῦ. Τοιουτοτρόπως ὅμως παρέμεινεν ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή τοῦ καθενός μας, ἀτροφική καί ἀνίκανος νά τραφῇ πνευματικῶς. Περιωρίσθη καί τελικά ἐνεκλωβίσθη εἰς τήν ἐγκο­σμι­ό­τητα καί ἀπεξενώθη ἀπό κάθε ὑπερκόσμιον τροφοδοσίαν.

Ὁ Κύριος ἡμῶν διδάσκει: «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4). Τό πνεῦμα  τοῦ ἀνθρώπου δέν χορταίνει μέ ὑλικήν τροφήν. Ὅσον τοῦ λείπει ἡ πνευματική τροφή, παραμένει ἀτροφικόν καί πεινασμένον. Καί ὅσον ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νά τό χορτάσῃ μέ ὑλικά, τόσον ἐκεῖνο συμπιέζεται καί ἀσφυκτιᾷ. Μένει ἀνικανοποίητον καί ἀνίκανον νά ὑπερβῇ τόν «κακόν ἑαυτόν του». Καί τότε ὁ ἀκόρεστος αὐτός ἄνθρωπος ἐπιδίδεται εἰς ἕνα ἀτέρμονα ἀγῶνα ἀποκτήσεως, χρήσεως καί καταχρήσεως ὑλικῶν ἀγαθῶν ἀλλά καί δεδομένης αὐτῷ χάριτος καί ἐξουσίας,  τά ὁποῖα ὄχι μόνον δέν ἱκανοποιοῦν ἀλλά καί ἐντείνουν τήν ἀπληστίαν του. Διότι ἀπουσιάζει ὁ καρπός τῆς δικαιοσύνης εἰς τάς ἀνθρωπίνας ἐνεργείας. Ἡ δικαιοσύνη καί μόνον καί ἡ ἀγάπη συνέχουν τήν κτίσιν καί πάντα τά ὁρατά καί τά ἀόρατα. Ὁ καρπός οὗτος τῆς ἀγάπης καί τῆς δικαιοσύνης «οὐ χρόνῳ δαπανᾶται, οὐ θανάτῳ διακόπτεται, ἀλλά τότε μᾶλλον ἀσφαλέστερος γίνεται, ὅταν πρός ἐκεῖνον καταπλεύσῃ τόν ἀκύμαντον λιμένα» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου εἰς τόν ΡIA΄Ψαλμόν, P.G. 55, 294).

  Τοιουτοτρόπως ἑρμηνεύεται ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου συνειδήσεως καί τό πλῆθος τῶν οἰκονομικῶν καί ἠθικῶν καί κοινωνικῶν σκανδάλων, τά ὁποῖα ἐμφανίζονται εἰς τόν κόσμον  μας, ἰδιαιτέρως κατά τήν σημερινήν ἐποχήν «καθ᾿ ἥν ὑπερεπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία», καί συνδέονται μάλιστα ἰδιαιτέρως μέ πρόσωπα πλούσια καί ἐπιφανῆ, οὐδεμίαν ἀντιμετωπίζοντα οἰκονομικήν στέρησιν. Μᾶλλον δέ χρησιμοποιοῦν τά δῶρα, τά τάλαντα πρός ἕκαστον αὐτῶν, τοῦ Θεοῦ, διά ἀκολασίαν, διά ἡδονήν καί διά κερδοφορίαν εἰς βάρος τῶν πολλῶν, τῶν συνανθρώπων, κυρίως τῶν ἀδυνάτων, «τῶν μικρῶν καί ἐλαχίστων ἀδελφῶν» τοῦ Ἰησοῦ (πρβλ. Ματθ. κε΄ 40),  εἰς βάρος, ἐπαναλαμβάνομεν, τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποίαν καταπατοῦν καί ἀτιμάζουν, λησμονοῦντες ἐν τῇ ἀπολαύσει τῶν «καλῶν» τῆς ζωῆς, ὡς ὁ πλούσιος τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ὅτι λόγον ἀποδώσουσι κατά τήν ἡμέραν ἐκείνην τήν φοβεράν ὅτε ἥξει ὁ Κύριος μετά δόξης «κρῖναι  τήν γῆν», κατά τήν ἀψευδῆ Αὐτοῦ ἐπαγγελίαν (πρβλ. Ψαλμ. 97, 9).

***

Ἡ ἐμπαθής καί ἀκόρεστος, λοιπόν, ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου ὡδήγησεν εἰς ἀνηλεῆ ἐκμετάλλευσιν τῆς κτίσεως καί προεκάλεσε καί τήν οἰκολογικήν κρίσιν τῶν καιρῶν καί τῶν ἡμερῶν μας. Κρίσιν, ἡ ὁποία, παρά τάς καταβαλλομένας διεθνῶς προσπαθείας κρατῶν καί ἐπιστημόνων, παρά καί τάς ἐν προκειμένῳ πρωτοβούλους ἐνεργείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ἡμῶν προσωπικῶς, διά τάς ὁποίας ἐδαπανήθησαν ἐκ τοῦ ὑστερήματος αὐτοῦ ὑλικά ἀγαθά,  διαρκῶς ἐντείνεται καί ὁδηγεῖ εἰς μεγάλας καί μή ἀναστρεψίμους καταστροφάς. Κρίσιν, ἡ ὁποία ὑποβαθμίζει τό περιβάλλον μας, ἀπειλεῖ τό μέλλον μας καί ἀκόμη περισσότερον τό μέλλον τῶν ἐπερχομένων γενεῶν. Τοιουτοτρόπως, ἀποδεικνύεται ἐκ τῶν πραγμάτων ὅτι  τήν θέσιν τῶν ἀσώτων υἱῶν καταλαμβάνουν σήμερον οἱ ἄσωτοι πατέρες. Ἡμεῖς δηλαδή οἱ σύγχρονοι, οἱ ὁποῖοι κατασπαταλοῦμεν τήν «οὐσίαν» τῶν τέκνων μας «ζῶντες ἀσώτως», λησμονοῦντες ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ «οὔκ ἐστι βρῶσις καί πόσις, ἀλλά δικαιοσύνη καί ἄσκησις, σύν ἁγιασμῷ» (πρβλ. Δοξαστικόν Αἴνων Ε΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν). Ἐπαναλαμβάνομεν ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι δικαιοσύνη. Ὀφείλει ὅμως καί ἡ ἐπίγειος βασιλεία τοῦ ἀνθρώπου νά ἐνεργῆται ἐν δικαιοσύνῃ πρός ἅπαντα τά ἔμβια ὄντα, καί ἰδιαιτέρως πρός τόν ἄνθρωπον, τόν συνοδίτην καί συνοδοιπόρον.

***

Διά τήν οἰκολογικήν κρίσιν, ὅπως καί διά  πᾶσαν κρίσιν μέ ἀνθρωπο­γενῆ αἴτια, δέν εὐθύνονται βεβαίως ὡρισμένοι μόνον ἄνθρωποι, ἤ πολύ περισ­σότερον ὡρισμένα στοιχεῖα τῆς τεχνολογίας καί τῆς ἐπιστήμης, αἱ ὁποῖαι ἐμπλέ­κονται ἀμέσως εἰς αὐτήν, ἀλλά ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἰς διάφορους βαθμούς. Εἴμεθα ὅλοι εἰς ὡρισμένον βαθμόν ἕκαστος, συνυπεύθυνοι καί συνένοχοι διά τήν οἰκολογικήν κρίσιν. Δι᾿ αὐτό ἀκριβῶς καί ἡ κρίσις αὕτη πρέπει νά ἀντιμετωπίζηται ὑπό τοῦ καθενός μας ὡς πρόκλησις δι᾿ αὐτοκριτικήν καί διόρθωσιν. Ἡ τοποθέτησις αὕτη εἶναι βαθέως ἐρριζωμένη εἰς τήν Ὀρθόδοξον καί ἐν γένει τήν Χριστιανικήν Ἐκκλησίαν μας.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πολύ πρίν ἤ συνειδητοποιηθῆ ἡ ἀνθρωπογενής μόλυνσις τοῦ περιβάλλοντος, διά τοῦ ὑμνογράφου αὐτῆς, λαμβάνουσα τήν θέσιν τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος μέ τήν διαγωγήν του μολύνει τό περιβάλλον, δογματίζει: «Γέ­γονα[...] μολυσμός ἀέρος καί γῆς καί ὑδάτων∙ σῶμα γάρ ἐμίανα, ψυχήν καί νοῦν ἐσπίλωσα παραλόγοις πρά­ξεσι, Θεῷ ἐχθρός πέφυκα» (βλ. Παρακλητική, Στιχηρόν Ἑσπερινοῦ Δευτέρας, ἦχος βαρύς).

Ἡ μόλυνσις τοῦ ἀνθρώπου δέν περιο­ρί­ζεται εἰς τόν ἑαυτόν του, εἰς τήν ψυχήν καί εἰς τό σῶμά του, ἀλλά μεταδίδεται καί εἰς τό περιβάλλον, τό ὁποῖον εἶναι τό εὐρύτερον σῶ­μα του. Ταυτοχρόνως ὅμως ἡ μόλυνσις τοῦ περιβάλλοντος ἀντα­νακλᾶται εἰς τόν ἴδιον τόν ἄνθρωπον καί ἀποτυποῦται εἰς τήν ψυχήν καί εἰς τό σῶμα του. Δέν  εἶναι δυνατόν νά μολύνηται ὁ ἄνθρωπος καί νά παραμένῃ ἀμόλυντον τό περι­βάλ­λον. Ὅπως δέν ἠμπο­ρεῖ νά μολύνηται τό περι­βάλ­λον καί νά πα­ρα­μένῃ ἀνεπηρέαστος ὁ ἄν­θρωπος. Τό φυσικόν περιβάλλον εἶναι δημιούρ­γημα τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ μόλυνσίς του ὑπό τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἁμαρτία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Ὑπό τῶν ἀνθρώπων λησμονεῖται ὅτι τό περιβάλλον δέχεται μέν παθη­τικῶς τάς ἀνθρωπίνας ἐνεργείας, ἀφήνει ὅμως νά ἐκδη­λωθοῦν αἱ φυσικαί συνέπειαι αὐτῶν σύν τῷ χρόνῳ. Ἀλλ᾿ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διαθέτει νοῦν καί ἐλευθερίαν, δύναται καί πρέπει νά ἐλέγχῃ τάς ἐνέρ­γείας του ὅσον ἀφορᾷ καί εἰς  τό περι­βάλλον του, ὀφείλει δέ νά λαμβάνῃ προστατευτικά μέτρα διά τήν ἀντιμε­τώ­πισιν τῆς μολύνσεως, ἡ ὁποία προέρχεται ἐξ αὐτοῦ.

***

Μία οἰκολογική ἠθική ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως δέν εἶναι δυνατόν νά θεμελιωθῇ παρά μόνον εἰς τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου. Πρέπει νά ἐξυγιανθῇ πρωτίστως ὁ νοῦς καί νά ἀποκατασταθοῦν ὀρθοί λογισμοί. Ἄν δέν πο­λε­μηθοῦν τά πά­­θη καί δέν καθαρθοῦν οἱ λογισμοί καί ἄν δέν ἀποκατασταθοῦν παρεμβάσεις καί ἀδικίαι εἰς τήν φύσιν καί εἰς τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τόν συνάνθρωπον, καί τήν κτίσιν ὁλόκληρον, δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξουν ὀρθαί καί φιλικαί σχέ­­σεις μέ τό περιβάλλον. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀντιμετωπίζῃ τις τά πράγματα αἰσθησιακῶς καί ὠφελιμι­στι­κῶς μόνον καί νά συμπεριφέρηται συγχρόνως ὀρθῶς ἀπέναντί των. Διά νά βλέπῃ ὁ ἄνθρω­πος καθα­ρῶς καί διαυγῶς τόν κόσμον καί νά ἔχῃ ὀρθάς σχέσεις πρός τό περιβάλλον του χρειά­ζεται νά κατα­πο­λεμήσῃ τά πάθη, τά ὁποῖα μολύ­νουν τά νοήματά του καί τόν ὁδηγοῦν εἰς βάραθρα καί εἰς ἀβύσσους κατά τήν παροῦσαν ζωήν καί εἰς βεβαίαν ἀπώλειαν κατά τήν μέλλουσαν.

 Ἀσφαλῶς δέν εἶναι δυνατόν νά γίνηται σοβαρός λόγος διά οἰκολογικήν ἠθικήν χωρίς τήν ἀνά­ληψιν πραγματικοῦ ἀγῶνος διά τήν κάθαρσιν τοῦ νοός μας. Ὅσον διατηροῦμεν τόν νοῦν ἡμῶν μολυσμένον μέ ἐμπα­­θεῖς λο­γισμούς δέν εἶναι δυνατόν ἐκ τῶν πραγμάτων νά παραμένῃ ἀμό­λυντον τό περιβάλ­λον μας. Δέν εἶναι δυνατόν νά ζῇ ὁ ἄνθρωπος κολα­κεύ­ων καί ἱκανοποιῶν τά πάθη του καί ὑπηρε­τῶν συγχρόνως διά παντός τρόπου καί μέσου τάς ἐμπα­θεῖς ὀρέξεις του, χωρίς νά προκαλῇ πέριξ του βλάβας καί κα­τα­στροφάς, ἐνίοτε ἀνεπανορθώτους ἤ δυσθεραπεύτους. Ὁ πόλεμος κατά τῶν παθῶν, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς τό ἐπί­κεντρον τῆς Ὀρθοδόξου καί γενικώτερον τῆς Χρι­στια­νι­κῆς ἠθικῆς, ἔχει κεντρικήν θέσιν καί εἰς τήν οἰκολογικήν ἠθικήν.

Θά ἀντείπῃ ἴσως τις ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ ὅτι σήμερον καί ἡ ἰδία ἡ οἰκονομία λειτουργεῖ ὡς «ἐμπαθής λογισμός» ὁ ὁποῖος ἀντιστρα­τεύ­εται τήν οἰκολογίαν καί τροφοδοτεῖ τήν οἰκολογικήν, ἀλλά καί αὐτήν ταύτην τήν οἰκονομικήν, κρίσιν. Ἡ διαπίστωσις αὕτη  σημαίνει ὅτι τό χρέος τῶν οἰκονομικῶν ἐπιστημόνων, τινῶν οἰκονομικῶν παραγόντων καί τῶν ἐκπροσώπων τῆς πολιτικῆς εἶναι πολύ σημαντικόν.

Ὅσον δέν ἀντιμετωπίζεται ἡ πρωταρχική αἰ­τία τῶν πα­θῶν, ἀλλά γίνονται ἐπιφανειακαί μόνον ἐπεμβάσεις καί τεχνικαί διευ­θετή­σεις, αἱ ὁποῖαι  ἀφήνουν ἀνέπαφον τό ἀνθρωπολο­γι­κόν αὐτῶν ὑπόβαθρον, ἡ κατά­στα­σις διαρκῶς καί θά ἐπιδεινῶται. Τό κακόν βεβαίως μόνον προσκαίρως κυριαρχεῖ καί  ὠφελεῖ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι τό διαπράττουν. Τελικῶς ὅμως ὁ Θεός, ὁ ἄναρχος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀναλλοιώτως, «ἀεί ὤν, ὡσαύτως ὤν», ἀπείραστος, «κακόν οὐκ ἐποίησεν». Ὁ ἄνθρωπος ἐργάζεται τό κακόν, διά τοῦτο καί αὐτοκα­τα­στρέφεται, παρασύρων μετ᾿ αὐτοῦ, ἄν μή εἰς ὁλοσχερῆ καταστροφήν, εἰς περιορισμόν αὐτήν ταύτην τήν ζωήν, παρά τήν ἐξέλιξιν τῆς ἐπιστήμης. Καί ἐν τούτῳ ἐφαρμόζεται τό Κυριακόν: «τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον, καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ;» (Μαρκ. η΄ 36-37).

***

Ἡ κτίσις ἐδημιουργήθη ὑπό τοῦ Θεοῦ, διά νά τήν χαίρηται ὁ ἄνθρωπος, διά νά ἀντλῇ ἀπό αὐτήν τά πρός τό ζῆν, ἀλλά καί διά νά τήν φροντίζῃ. Ἐδόθη ἐξ ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπον καί παραμένει ὡς ἐφαλτήριον διά τήν ἀνύψωσίν του πρός τόν Δημιουργόν του. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν βλέπει τήν κτίσιν μέ τήν χρηστικήν της μόνον ἀξίαν. Τήν βλέπει εὐρυτέρως ὡς δῶρον Θεοῦ καί ὡς μέσον εὐχαριστίας τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν. Ἡ φροντίς διά τήν κτίσιν, ἡ προστασία της, τό «φυλάσσειν τήν κτίσιν» ἀποτελεῖ ἔκφρασιν εὐγνωμοσύνης καί ὕμνον πρός τόν Θεόν.

Ἀγαπητοί φίλοι,

Ἔχομεν, λοιπόν, τό δικαίωμα νά τρεφώμεθα, νά ἐνδυώμεθα καί νά προσποριζώμεθα ἐκ τῆς γῆς πάντα τά πρός τό ζῆν ἀναγκαῖα (καί αὐτό συνιστᾷ ἡ θεία ἐντολή «ἐργάζεσθαι»), ἔχομεν ὅμως ἐκ παραλλήλου τήν ὑποχρέωσιν καί τό καθῆκον νά ἐνεργῶμεν τήν ἀπόληψιν αὐτήν κατά τρόπον φυλάσσοντα τήν ἱκανότητα τῆς γῆς νά παράγῃ καί εἰς τό μέλλον τά αὐτά ἀγαθά πρός συντήρησιν τῶν ἐπιγενομένων (καί αὐτό συνιστᾷ τό περιεχόμενον τῆς ἐντολῆς «φυλάσσειν»).

Ἐξ ἄλλου, ὁ Θεός ἐδημιούργησε τά πάντα «καλά λίαν» καί ἐρρύθμισεν εἰς τήν γῆν τήν οἰκολογικήν ἰσορροπίαν καί ἁρμονίαν, τήν ὁποίαν ὀφείλομεν νά μή διαταράσσωμεν μέ ἀπερισκέπτους ἐνεργείας, διότι ἡ διατάραξις τῆς ἰσορροπίας ταύτης βλάπτει καί ἡμᾶς αὐτούς καί τούς συνανθρώπους μας. Ἐφ᾿ ὅσον δέ ἡ συνείδησίς μας –τό ἀδέκαστον τοῦτο κριτήριον ἀπό τοῦ νῦν αἰῶνος- δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά βλάπτωμεν τόν συνάνθρωπον, δέν πρέπει νά μᾶς ἐπιτρέπῃ καί ἐνεργείας ἐκ τῶν ὁποίων ἀμέσως καί βραδυφλεγῶς βλάπτεται ἡ ἰδία ἀνθρωπίνη ζωή, τό θεῖον τοῦτο δῶρον,  πρός ἐργασίαν τοῦ ἀγαθοῦ διά τόν Ἀγαθόν, ἵνα ὁ  κόσμος ζωήν ἔχῃ.

Τήν μαρτυρίαν καί τό βίωμα τοῦτο τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας καταθέτοντες εἰς τήν ἀγάπην σας, σᾶς εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας καί ἐπικαλούμεθα ἐπί πάντας καί ἐπί πᾶσαν τήν κτίσιν τήν Χάριν καί τό ἄπειρον Ἔλεος τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐν Ὧι ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν. Ἀμήν.

11.5.14

Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου: Η ΜΕΡΙΜΝΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΝ ΚΡΙΣΙΝ


ΟΜΙΛΙΑ 
ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ 
κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ 
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΠΟΔΟΧΗΝ ΑΥΤΟΥ 
ΕΠΙΣΗΜΟΝ ΕΚΔΗΛΩΣΙΝ ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΩΝ 
ΥΠΟ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΔΙΟΥ ΤΗΣ ΒΑΔΗΣ - ΒΥΡΤΤΕΜΒΕΡΓΗΣ 
(10 Μαΐου 2014) 

Ἐξοχώτατε κύριε Πρωθυπουργέ Βάδης-Βυρττεμβέργης κύριε Winfried Kretschmann μετά τῶν ἐκλεκτῶν συνεργατῶν σας, καί πάντες οἱ μετέχοντες εἰς τήν τιμητικήν ταύτην ἐκδήλωσιν διά τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί διά τήν ἡμετέραν Μετριότητα, 
Ἱερώτατε ἀδελφέ Μητροπολῖτα Γερμανίας κύριε Αὐγουστῖνε, 
«Πάντα τά ἔργα αὐτοῦ ἐν κρίσει... Ἐάν δέ ἴδῃς τόν οὐρανόν καί τήν ἐν αὐτῷ τάξιν, πίστεώς ἐστιν ὁδηγός· δείκνυσι γάρ τόν τεχνίτην δι᾿ ἑαυτοῦ... Τῇ τοῦ νοῦ δυνάμει διά τῶν ὁρωμένων τό ἀόρατον καθορῶμεν... Πολλάκις καί ἐν τοῖς μικροτάτοις ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ καταφαίνεται», λέγει ἐπικαίρως ὁ Μέγας Βασίλειος (Εἰς τόν ΛΒ΄ Ψαλμόν, P.G. 30,329B-C), ὁ «τρανώσας τήν φύσιν τῶν ὄντων καί κατακοσμήσας τά ἤθη τῶν ἀνθρώπων» (ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς του). 
Ἀνταποκρινόμενοι εἰς τήν ἐπιθυμίαν τῆς ὑμετέρας Ἐξοχότητος, ἀγαπητέ κύριε Πρωθυπουργέ, καί πάντων τῶν ἐκλεκτῶν παρισταμένων μας, ὅπως σᾶς ἀπευθύνωμεν λόγον ἐπίκαιρον περί τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀλλά καί τῶν καταβαλλομένων ὑπ᾿ αὐτῆς προσπαθειῶν ὑπέρ τῆς προστασίας τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, δανειζόμεθα τόν λόγον ἐκ τοῦ ἀκενώτου θησαυροῦ τῆς Πατερικῆς σοφίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. 
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύων, ἐπαναλαμβάνομεν, τήν «φύσιν τῶν ὄντων», τῆς Θείας δηλαδή δημιουργίας, ἐπικεντρώνει τήν οἰκολογικήν προσπάθειαν εἰς τρεῖς ἐννοίας: εἰς τήν δημιουργίαν ὑπό τοῦ Θεοῦ καί εἰς τήν ἐν ἁρμονίᾳ συνοχήν τῶν ὄντων πρός ἄλληλα, ἐν κρίσει, ἐν σοφίᾳ, καί ἐν δυνάμει. Τήν θεολογίαν ταύτην τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς δημιουργίας καί τῆς ἀναγκαιότητος οὐχί μόνον συντηρήσεως ἀλλά καί διατηρήσεως τῆς κτίσεως ἀλωβήτου ἀπό πάσης βλαπτικῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐπηρείας, θά ἐκθέσωμεν πρός τήν ἀγάπην σας, ἐνημεροῦντες ἐν συνόψει καί περιλήψει καί διά τάς ἡμετέρας προσπαθείας ἐπί τοῦ προκειμένου. 
Χαιρόμεθα, λοιπόν, πρωτίστως, διότι δίδεται εἰς ἡμᾶς ἡ δυνατότης ἐπικοινωνίας μαζί σας, μέ ἀφορμήν τήν ἐπίσημον ἐπίσκεψίν μας εἰς τήν ὑπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον Ἱεράν Μητρόπολιν Γερμανίας, τήν συμπληρώσασαν ἥμισυν αἰῶνα ζωῆς, μαρτυρίας καί προσφορᾶς πρός τόν ἐν Γερμανίᾳ Ὀρθόδοξον λαόν, πρός τόν Χριστιανισμόν καί τάς καταβαλλομένας προσπαθείας ὑπέρ τῆς ἑνότητος αὐτοῦ καί ἐν γένει πρός τήν Γερμανικήν κοινωνίαν, τόν πολιτισμόν καί τήν ἔρευναν, διά τῆς εὐρυτέρας διαφωτίσεως περί τῆς ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἐλπίδος. 
Σᾶς εὐχαριστοῦμεν, εἶτα, διά τήν φιλόφρονα καί τιμητικήν ὑποδοχήν σας καί διά τό ἐνδιαφέρον καί τόν σεβασμόν μέ τά ὁποῖα περιβάλλετε τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ἀναγνωρίζοντες καί τιμῶντες ἐν τῇ πράξει τόν ρόλον καί τήν μακραίωνα εἰς πάντας τούς τομεῖς τῆς πνευματικῆς, κοινωνικῆς καί ἀνθρωπιστικῆς ζωῆς προσφοράν αὐτοῦ. 
Εἶναι εὐρύτερον ἀσφαλῶς γνωστόν εἰς τήν παγκόσμιον κοινήν γνώμην, ὅτι ἡ συμβολή εἰς τήν ἀντιμετώπισιν τοῦ οἰκολογικοῦ λεγομένου προβλήματος ἐτέθη ὡς μία ἐκ τῶν ἀμέσων προτεραιοτήτων τῆς Ὀρθοδοξίας διά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τῆς ἡμετέρας Μετριότητος προσωπικῶς, συνεχισάσης τό ἤδη ἐπιδειχθέν ζωηρόν καί ἔμπρακτον ἐνδιαφέρον τοῦ ἀοιδίμου προκατόχου ἡμῶν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Δημητρίου, δραστηριοποιηθέντος καί εἰς τοῦτο, μέ ἀποκορύφωσιν τήν ἀνακήρυξιν τῆς ἡμέρας ἐνάρξεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, τῆς 1ης Σεπτεμβρίου ἑκάστου ἔτους, ὡς ἡμέρας ἀφιερωμένης εἰς τήν προσευχήν διά τήν διάσωσιν τοῦ περιβάλλοντος καί εἰς τήν διαφύλαξιν τῆς δημιουργίας. 
Διά τῆς διοργανώσεως διεθνῶν συνεδρίων ἐπί τῶν περιβαλλοντικῶν προβλημάτων τῶν θαλασσῶν εἰς Πάτμον, ἐν ἔτει 1995, καί Μαύρην Θάλασσαν, ἐν ἔτει 1997, ἀλλά καί ἑτέρων ἀναλόγων ἐν συνεχείᾳ προσπαθειῶν ἐν Βαλτικῇ, ἐν Ἀδριατικῇ, ἐν Ἀμαζονίῳ καί ἀλλαχοῦ, ἐνισχύσαμεν προσωπικῶς ἐξ ἀρχῆς τήν προσπάθειαν διαλόγου καί συνεργασίας τῶν θρησκειῶν καί τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων, μέ στόχον τήν ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπισιν τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως. 
Τό ἔτος 1999, διά τοῦ τότε ἱδρυθέντος Οἰκολογικοῦ Ἰνστιτούτου τῆς Χάλκης, διωργανώσαμεν σεμινάρια, τά ὁποῖα εἶχον ὡς σκοπόν τήν ἐνίσχυσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν, δημοσιογραφικῶν καί ἐπιστημονικῶν κοινοτήτων διά τήν ἀπό κοινοῦ καί ἐν συντονισμῷ ἀντιμετώπισιν τῆς περιβαλλοντικῆς κρίσεως. 
Ἀκολουθοῦσαι τό παράδειγμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῇ παροτρύνσει καί προτροπῇ ἡμῶν προσωπικῶς, πολλαί ὑπαγόμεναι ὑπό τήν ἐκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν αὐτοῦ Ἱεραί Μοναί ἀποδεικνύουν ἐμπράκτως τήν συμβατότητα τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως καί τῆς προστασίας τῆς φύσεως. Ἐπί παραδείγματι, εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Χρυσοπηγῆς εἰς Χανιά Κρήτης πραγματοποιοῦνται οἰκολογικαί καλλιέργειαι, ἡ διαχείρισις τῶν ἀνηκουσῶν εἰς αὐτήν δασικῶν ἐκτάσεων γίνεται μέ οἰκολογικάς μεθόδους, ἐνῷ ἐκ παραλλήλου ἐφαρμόζονται προγράμματα διαχειρίσεως ἀπορριμμάτων καί προωθεῖται ἡ περιβαλλοντική εὐαισθησία καί ἐκπαίδευσις. Ἀνάλογοι προσπάθειαι καταβάλλονται καί ὑπό ἄλλων Ἱερῶν Μονῶν διά τήν προστασίαν τοῦ μοναδικοῦ παγκοσμίως χώρου φυσικῆς, ἱστορικῆς καί πολιτιστικῆς κληρονομίας τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, περί τοῦ ὁποίου ἔχουν ἐκδηλώσει ζωηρόν ἐνδιαφέρον πολλοί διεθνεῖς ὀργανισμοί. 
Σημειωτέον, ὅτι ἤδη ἀπό τῶν πρώτων ἐτῶν τῆς Πατριαρχικῆς ἡμῶν διακονίας παρέσχομεν τήν συμβολήν ἡμῶν εἰς στοχευμένας σχετικάς οἰκολογικάς καί περιβαλλοντολικάς προσπαθείας. Ἐνδεικτικῶς, ἀναφέρομεν τήν ὑποστήριξιν τῆς κινήσεως τοῦ «Παγκοσμίου Ταμείου διά τήν Φύσιν», «WWF Ἑλλάς» ἐναντίον τῆς ἐκτροπῆς τοῦ Ἀχελώου, ἑνός μεγάλου ποταμοῦ εἰς τήν περιοχήν τῆς Θεσσαλίας, ἡ ὁποία θά εἶχε ἐπιπτώσεις εἰς τήν φύσιν. 
Ὅμως, πέραν τῶν δραστηριοτήτων τούτων, πάντοτε ὡς ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑπομιμνήσκομεν πανταχοῦ καί πάντοτε, διά πράξεως καί θεωρίας, διά συγκεκριμένων ἐνεργειῶν ἀλλά καί δι᾿ ἡμετέρων ἑκάστοτε ὁμιλιῶν, τό πνευματικόν ὑπόβαθρον τῆς συγχρόνου περιβαλλοντικῆς κρίσεως καί ἐπισημαίνομεν ὅτι τό πρότυπον ζωῆς καί ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ καί τήν ἀπάντησιν ἀλλά καί τήν λύσιν τοῦ προβλήματος, ἐφ᾿ ὅσον ἤθελε συνειδητοποιήσει ὁ κόσμος τάς τρεῖς ἀνωτέρω περιγραφομένας ὑπό τοῦ μεγάλου Πατρός Βασιλείου ἀρχάς τῆς φύσεως τῶν ὄντων, δηλαδή τῆς ἐν κρίσει, ἐν σοφίᾳ καί ἐν δυνάμει δημιουργίας αὐτῶν καί τῆς εὐθύνης τοῦ ἀνθρώπου ὅπως, ἐν κατανοήσει τῆς σοφίας καί τῆς δυνάμεως τῆς ἁρμονίας ταύτης συντηρήσῃ αὐτά ἐν συνέσει κρίσεως. 
Γνωρίζομεν ἐκ τῆς Βίβλου, ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν κόσμον ἐξ ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπον καί διά τήν εὐημερίαν καί εὐφροσύνην αὐτοῦ. Τόν ἐδημιούργησεν ὡς παράδεισον, δηλαδή τέλειον, μή ἔχοντα «σπῖλον ἤ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων» (πρβλ. Ἐφεσ. ε΄ 27). Συγχρόνως ὁ Θεός ἔθεσε τόν κόσμον εἰς τήν διάθεσιν τοῦ τελειοτέρου τῶν δημιουργημάτων Του, τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, «ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν αὐτόν» (Γεν. β΄ 15), μετά τῆς ἐντολῆς «ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ φάγῃ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἧ δ᾿ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (ὅ. π. β΄ 15-17). 
Παραλλήλως, ἐπαναλαμβάνομεν, ὅτι ὁ Θεός ἐδημιούργησε τόν κόσμον ἐν σοφίᾳ καί ἐν ἁρμονίᾳ, διά μόνου τοῦ Λόγου Του, διά τῆς δυνάμεώς Του δηλαδή, τῆς ὑπερβαινούσης πᾶσαν γνῶσιν καί ἔννοιαν, ἀλλά καί ἐν κρίσει, ἐν συνέσει δηλαδή. 
Ἡ δημιουργική Θεία Δύναμις, ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, καί ἡ Κρίσις τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦν συγχρόνως καί μίαν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἐργάτην καί φύλακα τοῦ κόσμου ἄνθρωπον νά διαχειρίζηται τά τῆς περιβαλλούσης καί τρεφούσης αὐτόν «διά τῶν καρπῶν αὐτῆς» κτίσεως, καθορῶν ἐκ τῶν ὁρωμένων τόν Ἀόρατον, «τήν ἀϊδιον αὐτοῦ δύναμιν καί θεότητα», ἀλλά καί τήν κρίσιν Αὐτοῦ, ὅτι «ἐν σοφίᾳ», «ἐν συνέσει» καί «κρίσει ἀληθινῇ» ἐπήγαγεν ἡμῖν καί δι᾿ ἡμᾶς τά πάντα. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως «μεταλαβών τῆς εἰκόνος» (τοῦ Θεοῦ) καί μή φύλαξας» αὐτήν, ἐξέπεσε τῆς θείας δόξης καί τῆς θείας σοφίας, μέ ἀποτέλεσμα νά καταστῇ «φθαρτός» καί «θνητός» καί νά περιορισθῇ εἰς τήν «πεπερασμένην» ἀνθρωπίνην γνῶσιν καί κρίσιν. Διά τοῦτο καί ὡς «φθαρτός» καί «μικρός» ὁ ἄνθρωπος φοβεῖται τόν θάνατον. Ἐκ τοῦ φόβου τοῦ θανάτου κυριευμένος καί ἐν τῇ προσπαθείᾳ του νά «νικήσῃ τόν θάνατον», παρεμβαίνει συνεχῶς διά ἀσυνέτων ἐνεργειῶν αὐτοῦ, θανατηφόρως θά ἐλέγομεν, ἐπί τῆς ἁρμονίας τῆς κτίσεως ἀλλά καί τῆς ἀσφαλείας τῆς ἰδίας τῆς ζωῆς καί ὑποστάσεώς του, μέ ἀποτέλεσμα νά ἔχωμεν ὁδηγηθῆ σταδιακῶς εἰς τήν σημερινήν οἰκολογικήν κρίσιν, διά τήν προστασίαν καί διαφύλαξιν τῆς ὁποίας κτίσεως καί ὑποστάσεως καταβάλλομεν οἱ βουλόμενοι καί δυνάμενοι «προσπαθείας», «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». 
Ἡ προσπάθεια, λοιπόν, καί τό ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά τό περιβάλλον εἶναι ἀπόρροια ἀγάπης καί ἐνδιαφέροντος διά τόν πάροικον –μόνιμος κάτοικος καί Κύριος "πάντων τῶν περάτων τῆς γῆς καί τῶν ἐν θαλάσσῃ μακράν" εἶναι ὁ Δημιουργός Θεός καί μόνον- πολίτην τῆς γῆς, τόν ἄνθρωπον, καί διά τήν ἱκανοποίησιν τῶν βιοτικῶν ἀναγκῶν του, αἱ ὁποῖαι πηγάζουν μέν ἀπό τήν συντήρησιν «τῆς σαρκός», ἀποβλέπουν ὅμως εἰς τήν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς, «τῇ θείᾳ καί ζωοποιῷ ἐμπνεύσει». 
Ἀσφαλῶς, ὀφείλομεν νά ὁμολογήσωμεν, πρός ἑαυτούς καί ἀλλήλους, ἐν εἰλικρινείᾳ καί ἐντιμότητι, ὅτι διά τήν ἀπειλουμένην οἰκολογικήν καταστροφήν δέν εὐθύνεται ἀσφαλῶς ἡ τεχνολογική πρόοδος, ἤ μόνον αὐτή, ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως ὁ ἀλλοτριωθείς ὑπό τοῦ πειρασμοῦ καί τῶν ἐνστίκτων κυριαρχίας ἐπί τῶν πάντων καί, ὡς ἐκ τούτου, «ξένος τοῦ Θεοῦ» καταστάς, ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος, μετά τήν «πτῶσιν» καί τήν ἀποπομπήν ἐκ τοῦ «παραδείσου τῆς τρυφῆς», ἔχει ἀπολέσει τόν προσανατολισμόν αὐτοῦ καί τήν «ζωοποιόν πνεῦσιν» καί κινούμενος διά τῆς καί ἐκ τῆς «ἀ-λογίας» αὐτοῦ ἀναζητεῖ τήν ὁλοκλήρωσιν αὐτοῦ εἰς τό «κτᾶσθαι» καί εἰς τό «ἔχειν» καί ὄχι εἰς τό «εὖ εἶναι». 
Ἠχοῦν, λοιπόν, λίαν ἐπίκαιροι καί σήμερον οἱ λόγοι τοῦ ἑτέρου μεγάλου Πατρός τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «μή φοβηθῇς τήν πρόοδον[...] φοβήθητι τήν ἀλλοτρίωσιν» (Λόγος ΚΕ΄, PG 35, 1224). 
Δυστυχῶς, πολλοί τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων ἀρνοῦνται νά δεχθοῦν τόν Θεόν ὡς δημιουργόν καί κυρίαρχον καί κυβερνήτην τοῦ σύμπαντος καί πηγήν τῆς ζωῆς αὐτοῦ, μέ τήν αἰτιολογίαν ὅτι δέν δύνανται νά Τόν συλλάβουν διά τῶν αἰσθήσεων αὐτῶν. Λησμονοῦμεν οἱ ἄνθρωποι τήν μόνην πραγματικότητα, τήν διά τοῦ ἐμπνευσμένου φθόγγου ἐκφραζομένην, ὅτι «τῇ τοῦ νοῦ δυνάμει διά τῶν ὁρωμένων τόν ἀόρατον καθορῶμεν». 
Τό φαινόμενον τοῦτο περιγράφει ἐπίσης ἀναγλύφως καί πέραν πάσης ἀμφισβητήσεως καί ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος διά τῶν ἑξῆς χαρακτηριστικῶν: «τά γάρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπό κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καί θειότης, εἰς τό εἶναι αὐτούς ἀναπολογήτους, διότι γνόντες τόν Θεόν οὐχ ὡς Θεόν ἐδόξασαν ἤ εὐχαρίστησαν, ἀλλ᾿ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καί ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· φάσκοντες εἶναι σοφοί ἐμωράνθησαν, καί ἤλλαξαν τήν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καί τετραπόδων καί ἑρπετῶν.[...] οἵτινες μετήλλαξαν τήν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καί ἐσεβάσθησαν καί ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρά τόν κτίσαντα, ὅς ἐστιν εὐλογητός εἰς τούς αἰῶνας· ἀμήν» (Ρωμ. α΄ 20-26). 
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου αὐτήν τήν ἀποστολικήν καί πατερικήν ἀλήθειαν κηρύττει καί διδάσκει. Οὐδέν πλέον. Καταβάλλει δέ προσπαθείας διά νά ἐπανέλθῃ ἡ συστενάζουσα καί συνωδίνουσα κτίσις, μαζί μέ τόν ἐπ᾿ αὐτῆς παροικοῦντα ἄνθρωπον, εἰς τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», τό ὁποῖον ἀπωλέσθη, νά ἐπανεύρῃ δηλαδή τόν πολύτιμον «θησαυρόν», ὁ ὁποῖος ἐχαρίσθη καί ἐδωρήθη εἰς τόν ἄνθρωπον. 
Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, σήμερον ὁ ἄνθρωπος νά ἀπομακρυνθῇ ἀπό τήν βασικήν αἰτίαν, ἡ ὁποία εὐθύνεται διά τήν καταστροφήν τοῦ περιβάλλοντος. Καί ἡ αἰτία αὕτη εἶναι ὁ ἐγωκεντρισμός, ἡ ἁμαρτία εἰς τήν θεολογικήν γλῶσσαν. Δυστυχῶς, ἡ αἰτία αὕτη ὑπεισέρχεται ἐνίοτε καί εἰς τήν προσπάθειαν τῶν ἀνθρώπων νά ἀντιμετωπίσουν τήν κρίσιν αὐτήν. Ἐνῷ θά ἔπρεπε ἅπαντες νά συστρατεύσωμεν τάς δυνάμεις ἡμῶν καί νά ἀγωνισθῶμεν ἡνωμένοι πρός τήν κατεύθυνσιν τῆς σωτηρίας ἐκ τοῦ μεγάλου τούτου κινδύνου, συχνάκις βλέπομεν τό φαινόμενον ἕκαστος καί τό αὐτονομοῦμεν εἰς τήν περιοχήν τῆς εἰδικότητος ἡμῶν, ἔχοντες τήν πεποίθησιν ὅτι μόνον ἐκ τοῦ ἰδικοῦ μας χώρου θά προέλθῃ ἡ σωτηρία· οὕτω δημιουργοῦμεν τήν ἰδίαν ἡμῶν γλῶσσαν καί τόν ἴδιον ἡμῶν χῶρον, εἰς τόν ὁποῖον δέν εἶναι δυνατόν νά εἰσέλθουν οἱ εἰδικοί ἄλλων περιοχῶν, μέ ἀποτέλεσμα νά δημιουργῆται ἡ σύγχυσις τῆς Βιβλικῆς Βαβέλ καί νά κυριαρχῇ πάλιν ὁ ἐγωκεντρισμός καί ἡ ἀσυνεννοησία. Δέν δυνάμεθα δηλαδή καί εἰς τόν τομέα τῆς προσπαθείας αὐτῆς νά τιθασεύσωμεν ἑαυτούς καί τό ὑπερφίαλον «ἐγώ» μας, τοποθετοῦντες ἑαυτούς ἐν τῇ ἀφελότητι ἡμῶν εἰς τήν θέσιν «τοῦ πάντα δυναμένου Θεοῦ». 
Φίλοι συμπορευόμενοι εἰς τόν ἀγῶνα τῆς προστασίας τῆς κτίσεως, 
Ὁ κόσμος μας, ἀτυχῶς, ζῇ καί πορεύεται εἰς μίαν περίοδον συγχύσεως καί ταραχῆς. Ὁ κυριαρχούμενος ὑπό τοῦ εὐδαιμονισμοῦ καί τῆς ἀδιαφορίας, τῆς ὑποκρισίας καί τοῦ ψεύδους, τῆς φιλαυτίας καί τῆς ἐλλείψεως πνευματικῶν ἀξιῶν καί ἠθικῶν ἀρχῶν ἄνθρωπος τοῦ πλανήτου μας, καθίσταται ὁσημέραι ἐπικίνδυνος διά τόν ἑαυτόν του, διά τόν συνάνθρωπόν του, ἀλλά καί διά τό περιβάλλον του. Ὁ κόσμος εὑρίσκεται καί ὁδηγεῖται καθημερινῶς, λόγῳ τῆς ἀκηδίας τῶν πολλῶν καί τῶν ἰθυνόντων τάς τύχας του ἡγετῶν καί τοποθετούντων ἑαυτούς εἰς τήν θέσιν «χειροποιήτων θεῶν», εἰς τό χεῖλος μιᾶς οἰκολογικῆς καταστροφῆς. Συγχρόνως ἔχουν ἀπελευθερωθῆ αἱ δυνάμεις ἐκεῖναι τοῦ σκότους, ὡς τάς περιγράφει τό Βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως, αἱ ὁποῖαι δύνανται νά φέρουν τόν πυρηνικόν ὄλεθρον, κατά τούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου: «στοιχεῖα δέ καυσούμενα λυθήσονται, καί γῆ καί τά ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται» (Β΄Πέτρ. γ΄ 10). 
Ὁ κόσμος, ἐπαναλαμβάνομεν διά πολλοστήν φοράν, εἶναι ἔργον τῆς ἀγάπης, τῆς προνοίας καί τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ καί μόνον μέ τήν ἀγάπην τοῦ ἀνθρώπου καί μέ τήν «ἐν κρίσει», δηλαδή ἐν συνέσει, χρῆσιν αὐτοῦ, -ὡς ἀπαύγασμα τῆς σοφίας καί τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ-, δύναται νά σωθῇ καί νά ἐκπληρώσῃ τόν προορισμόν αὐτοῦ. 
Ἡ Ὀρθοδοξία παρέχει εἰς τόν ἄνθρωπον τήν δυνατότητα τῆς ἐξόδου ἀπό ὅλα τά προβλήματα, καί ἀπό τό πρόβλημα τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως, μέσῳ μιᾶς διαφορετικῆς θεωρήσεως τῶν πραγμάτων. Διαρρηγνύων τόν φαῦλον κύκλον τῆς ἐπιθυμίας διά τήν ἐγωϊστικήν ἀπόκτησιν πραγμάτων μέ σκοπόν τήν ἡδονήν, ἥτις ἀναποφεύκτως θά καταλήξῃ εἰς τόν πόνον καί εἰς νέας ἐπιθυμίας, ὁ ἄνθρωπος ἀναλαμβάνει μέ χαράν τόν ἑκούσιον πόνον, τόν ὁποῖον μετατρέπει εἰς πηγήν ἐπιθυμίας τῶν θείων πραγμάτων, ἐπιθυμίαν διαρκῆ καί αὐξανομένην ἐπ᾿ ἄπειρον. Ἡ Ὀρθόδοξος ζωή καί ἄσκησις δέν εἶναι τόσον ἕν σύνολον ἐναρέτων πράξεων, ὅπως συχνάκις φρονοῦμεν ὅτι εἶναι ἡ χριστιανική ζωή, ὅσον εἷς νέος τρόπος ὑπάρξεως, ὅστις ἀποστρέφεται τήν ἕλξιν τῶν εἰδώλων τοῦ κόσμου τούτου, διά νά στραφῇ πρός τόν Θεόν. Ὅταν λοιπόν ἀσκῇ τις τήν νηστείαν καί τήν ἑκούσιον νέκρωσιν τῶν ἡδονῶν εἰς τήν ὀρθόδοξον πρακτικήν, ὡς τρόπον ζωῆς, δύναται νά ἐπανεύρῃ τόν παραδείσιον τρόπον ζωῆς, νά μιμηθῇ τό κατά δύναμιν τούς ἀσωμάτους ἀγγέλους καί νά ἀπαλλαγῇ ἀπό κάθε ἐπιβλαβές διά τήν κοινωνίαν καί τό περιβάλλον του πάθος. 
Αἱ συνέπειαι τῆς ἁμαρτίας καί τῆς καταστρατηγήσεως τῆς φύσεως εἰς τήν «παρά-φύσιν» δέν περιορίζονται μόνον εἰς τόν διαπράττοντα αὐτήν ἄνθρωπον. Εἶναι ὀντολογικαί καί κοσμολογικαί καί ἐπηρεάζουν ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπότητα. 
Συνεπῶς, ἡ Ὀρθόδοξος ἀσκητική ζωή εἶναι ἀφ᾿ ἑαυτῆς μία τοποθέτησις καί μία ἀπάντησις εἰς τό λεγόμενον οἰκολογικόν πρόβλημα. Ἐάν οἱ ἄνθρωποι, ἀρχίζοντες βεβαίως ἐκ τῶν χριστιανῶν, ἐγκολπωθῶμεν καί ἐφαρμόσωμεν τήν ζωήν ταύτην, δέν θά ὑφίσταται τοιοῦτον πρόβλημα. Ἡ ἄσκησις, μέσῳ τῆς ἑκουσίας καί ὄχι νοσηρᾶς κακοπαθείας, ἐμβάλλει «βιαίως» τόν κατά φύσιν ἔλλογον νόμον εἰς τό σῶμα, τό ὁποῖον πάσχει τόν «παρά φύσιν» νόμον τοῦ θανάτου καί τοῦ δίδει τήν δυνατότητα νά ἐπανεύρῃ τήν αἴσθησιν τῆς εὐταξίας καί τῆς ὡραιότητος τῆς δημιουργίας. Ἐξ ὁλοκλήρου ἐστραμμένος πρός τόν Θεόν ὁ ἄνθρωπος ἐγκαινιάζει μίαν νέαν σχέσιν μέ τό φυσικόν περιβάλλον αὐτοῦ, ἡ ὁποία δέν εἶναι πλέον μία ἐκμετάλλευσις διά τήν ἱκανοποίησιν τῆς ἐπιθυμίας αὐτοῦ, ἀλλά μία ἁρμονική χρῆσις κατά τό μέτρον τῆς ἀναγκαίας χρείας. 
Ἡ συνετή αὐτή καί προσεκτική χρῆσις τῆς φύσεως καί τῶν δυνατοτήτων της, ἡ ἐγκράτεια καί ἡ λιτότης, ὁ σεβασμός εἰς τό περιβάλλον, ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν εἶναι ἀπόρροια μιᾶς ἰδεολογίας, ἀλλά συνέπεια τῆς ἀλλαγῆς νοοτροπίας καί τρόπου ζωῆς καί τῆς ἐπιστροφῆς ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς εἰς συγκαταλλαγήν μετά τοῦ Θεοῦ καί τῆς δημιουργίας του. 
Τήν ἀρχήν ταύτην οὐδέποτε ἔχομεν παύσει μέχρι σήμερον νά διακηρύττωμεν καί νά ἐπισημαίνωμεν ἀπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί διά τό φλέγον πρόβλημα τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία πλήττει σήμερον πολλάς χώρας τῆς Εὐρώπης, ἀπειλοῦσα τήν ἑνότητα αὐτῆς. Πάντοτε καί πανταχοῦ κηρύττομεν καί ἐπισημαίνομεν ὅτι διά τήν ἔξοδον ἐκ τῆς ὡς ἀδιεξόδου πολλάκις ἐμφανιζομένης ἤ παρουσιαζομένης κρίσεως ταύτης εἶναι ἀπαραίτητος ἡ ἀλλαγή νοοτροπίας καί ἤθους. 
Καί τοῦτο, διά τούς πολιτικούς ἄνδρας εἶναι κατανοητόν ὡς ἀποκατάστασις τῆς σχέσεως ἐμπιστοσύνης πολίτου καί κράτους, τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τοῦ συνδρόμου τῆς φοροαπαλλαγῆς, τῆς ἀποδόσεως εἰς τόν Καίσαρα τῶν τοῦ Καίσαρος. Σήμερον γίνεται μία τεραστία προσπάθεια διά νά ἀποκτήσουν οἱ πολῖται μίαν νέαν νοοτροπίαν εἰς τάς σχέσεις των μετά τοῦ κράτους, εἰς τήν ὁποίαν αἱ χῶραι τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, καί ἀσφαλῶς ἡ Γερμανία, ἀποτελοῦν ἀξιομίμητα ὑποδείγματα. Βεβαίως τοῦτο δέν εἶναι εὐχερές, διότι ὑπάρχουν καί τεράστιαι διαφοραί εἰς τάς ἱστορικάς καταβολάς, τάς κοινωνικάς συνθήκας κλπ. 
Ὅμως, τό βασικώτερον διά τήν ἔξοδον ἀπό τήν κρίσιν δέν εἶναι μόνον ἡ ἀλλαγή νοοτροπίας ὡς πρός τάς σχέσεις μέ τό κράτος. Εἶναι ἡ ἀλλαγή τρόπου ζωῆς καί ἤθους. Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχει διδαχθῆ νά καταναλίσκῃ συχνάκις περισσότερον τῶν ὅσων χρειάζεται καί νά ἀποβλέπῃ ἀπλήστως καί ἀσυνέτως εἰς τό συνεχῶς «κτᾶσθαι» καί «ἀπολαμβάνειν» καί ὄχι εἰς τό ἁρμονικόν «εὖ εἶναι», προσπαθῶν διά τῆς ἀσυναισθήτου εἰς αὐτόν ἀδυναμίας του νά νικήσῃ τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ καί ἐν τῇ ἀ-σοφίᾳ του τήν Σοφίαν τοῦ Θεοῦ, ἥτις «ἐθεμελίωσε τόν οἶκον» (πρβλ. Παροιμ. θ΄ 1), τόν κόσμον μας. 
Ἐπί πλέον, λησμονεῖ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὅτι τό ὑπέρτατον ἰδανικόν δι᾿ αὐτόν δέν εἶναι ἡ οἰκονομική ἄνεσις καί ἡ εὐημερία, ἀλλά ἡ ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία, ἡ ὁποία, ὅταν εἶναι συνυφασμένη μέ τήν λύπην καί τήν δυστυχίαν, δέν εἶναι ἐλευθερία, ἀλλά δουλεία. Ἡ μεγάλη ἀλήθεια τήν ὁποίαν εὐαγγελίζεται καθ᾿ ἡμέραν ὁ Χριστιανισμός εἶναι ὅτι τά πάντα ἀξιολογοῦνται συμφώνως πρός τήν ἀξίαν των, ὄχι ἐκ τοῦ χρώματος ἤ τοῦ σχήματός των, ἀλλά ἀναλόγως πρός τό νόημά των καί κρίνονται ὄχι ὡς πρός τά ἐξωτερικά φαινόμενα, ἀλλά ὡς πρός τήν οὐσίαν. 
Ὁ ἄνθρωπος κρίνεται ὄχι ἐκ τῆς ἰδιότητος ἤ τῆς περιουσίας του, ὄχι «κατ᾿ ὄψιν» δηλαδή, ἀλλά «κατά τήν καρδίαν» αὐτοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ «δικαία κρίσις». Ταυτίζεται, δηλαδή, μέ τήν ἐσωτερικήν ἐλευθερίαν, τήν ὁποίαν προσφέρει ἡ παραμονή πλησίον τοῦ Θεοῦ. 
Συνεπῶς, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία προτιμᾷ νά λύσῃ τό πρόβλημα τῆς προσωπικῆς εὐθύνης ἑκάστου ἀνθρώπου διά τήν οἰκολογικήν καί τήν οἰκονομικήν κρίσιν, τοποθετοῦσα τοῦτο εἰς τήν σωτηριολογικήν καί πνευματικήν αὐτοῦ διάστασιν. Ἡ συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν κίνησιν αὐτήν εἶναι μία σιωπηρά καί βιωματική μαρτυρία διά τήν δυνατότητα ἀποκαταστάσεως ἁρμονικῆς σχέσεως μέ τήν φύσιν, προσφέροντος τό παράδειγμα τῆς ζωῆς αὐτοῦ. 
Ἐνώπιον τοῦ ὄγκου τῶν ἐπικινδύνων δι᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους ρυπογόνων παραγόντων μία καί μόνη δύναμις εἶναι δυνατόν νά ἀντισταθῇ: Ἡ συνείδησις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ συνείδησις εἶναι ἡ μόνη δύναμις, ἡ ὁποία ἠμπορεῖ νά συγκρατήσῃ τόν ἄνθρωπον ἀπό τῆς διαπράξεως μιᾶς κρυφῆς ρυπογόνου πράξεως ἤ μιᾶς μικρᾶς ἤ μεγάλης καταστροφικῆς τοῦ περιβάλλοντος ἐνεργείας. 
Ὁ ρόλος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι νά εὐαισθητοποιήσῃ αὐτήν τήν συνείδησιν. Δέν ἔχομεν τήν δυνατότητα νά λάβωμεν διοικητικά ἤ νομικά μέτρα περιορισμοῦ τῆς βλάβης τοῦ περιβάλλοντος. Δέν ἔχομεν προφανῶς τά ὑλικά μέσα νά ἐπανορθώσωμεν τάς ἤδη γενομένας εἰς τό φυσικόν περιβάλλον βλάβας. Προσπαθοῦμεν λοιπόν νά ἀφυπνίσωμεν τήν συνείδησιν τῶν ἐχόντων τά μέσα καί τόν τρόπον συνανθρώπων μας καί τῶν ἐν ὑπεροχῇ ἐξουσίας ὄντων νά πράξουν ὅ,τι δύνανται, εἴτε μικρόν ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς ἀτομικῆς ἐνεργείας εἴτε μέγα ἐν τῷ πλαισίῳ τῆς συλλογικῆς προσπαθείας μιᾶς Κυβερνήσεως ἤ ἄλλου διεθνοῦς καί τοπικοῦ φορέως. 
Καί κατακλείομεν τόν λόγον μέ τήν προσευχήν: «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου» ἐνώπιον τῆς ἀβεβαιότητος τῆς ὕλης, καί παρακαλοῦμεν τόν Δημιουργόν πάσης τῆς κτίσεως νά ἀνοίξῃ τήν κραταιάν Αὐτοῦ χεῖρα καί νά ἐπισκεφθῇ τόν κόσμον. Τότε, καί μόνον τότε, «τά σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος» (Ψαλμ. ργ΄ 28). Ἀμήν. 
Σᾶς εὐχαριστοῦμεν διά τήν ὑπομονήν καί εὐχόμεθα εἰς ὅλους τόν φωτισμόν τοῦ Θεοῦ διά νά συμβάλῃ ἕκαστος κατά τό μέτρον τῶν δυνατοτήτων αὐτοῦ εἰς τήν ἐπίλυσιν τοῦ ζωτικοῦ τούτου προβλήματος, μέ τήν ἐλπίδα νά ἀνατείλῃ ἕν καλλίτερον καί πλέον εὐοίωνον μέλλον διά τήν ἀνθρωπότητα, διά τάς γενεάς τοῦ αὔριον.

Οι συνεπέστεροι Αναγνώστες μας

Related Posts with Thumbnails